Το ποίημα διαβάζει ο ηθοποιός Χρήστος Τσάγκας
Aκούστε το ποίίημα μελοποιημένο από τη Λένα Πλάτωνος
Ακούστε το ποίημα με μουσική επένδυση της Ελένης Καραίνδρου
«Το ποίημα που θα μας απασχολήσει [Περιμένοντας τους Βαρβάρους] είναι από τα πιο γνωστά του Καβάφη. Μάλιστα οι τελευταίοι του στίχοι είναι απελπιστικά γνωστοί. […]. Η πρώτη παρατήρηση που θα είχαμε να κάνουμε είναι ότι όλο το ποίημα διεκπεραιώνεται με τη μορφή του “διαλόγου” — ας τον πούμε προσωρινά έτσι. Ο διάλογος σημειώνεται με παύλα, αλλά μονάχα για το πρόσωπο που ρωτάει. Η απάντηση διαφοροποιείται με την αλλαγή του ρυθμού: ενώ δηλαδή οι ερωτήσεις είναι σε στίχους 15/σύλλαβους ιαμβικούς, πολιτικούς, οι απαντήσεις ακολουθούν σε 12/σύλλαβους ή 13/σύλλαβους, συντομότερους, που με τη στερεότυπη επανάληψη —γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα— δίνουν ένα δραματικό τόνο. Έτσι ο “διάλογος” των προσώπων μετατρέπεται σε διάλογο ρυθμών. Επίσης: Αν έχουν κάποια σημασία οι αριθμοί στην ποίηση, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των στίχων από ερώτηση σε ερώτηση αυξάνεται ως την 4η ερώτηση, που γίνεται με 6 στίχους, και δίνει την πιο πλατιά και λεπτομερή περιγραφή της συγκέντρωσης. Ακολουθεί μια ανάπαυλα με 2 στίχους στην ερώτηση 5, αλλά και στην αντίστοιχη απάντηση, όπου το ποίημα φαίνεται να ακινητεί για μια στιγμή, για να ακολουθήσει η επαυξημένη ερώτηση 6η με 4 στίχους που μιλούν για την ξαφνική ανησυχία. Το συνολικό άθροισμα των στίχων κατά ερωτήσεις και απαντήσεις είναι ανά 18, δηλαδή το ποίημα μοιράζεται εξίσου στα πρόσωπα και ισοζυγίζεται. Χρησιμοποίησα στην αρχή συμβατικά και προσωρινά τον όρο διάλογος. Στην πραγματικότητα όμως ο διάλογος περιορίζεται στο ύφος των προσώπων και δίνει την ανάλογη ένταση στο ποίημα. Κατά τα άλλα ουσιαστικός διάλογος δεν υπάρχει, αλλά έχουμε μια σειρά ερωταποκρίσεις που προωθούν την αφήγηση. Η σχέση της καβαφικής ποίησης με τους αρχαίους “μίμους” είναι ήδη διαπιστωμένη. […].
Αλλά ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους οι καταλυτικοί στίχοι με την αναδραστική ενέργεια βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος, στα κατοπινά παραδείγματα μετατίθενται προς το κέντρο του και μοιράζουν έτσι το ποίημα σε δύο μέρη που συστοιχούν το πρώτο στα φαινόμενα και το δεύτερο στην ουσία, στο φαίνεσθαι και στο είναι ή στο δοκείν και στο είναι. Η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαίνεται πως είναι ακόμα ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την καβαφική ειρωνεία. Αλλά πιο πολύ μας οδηγεί στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς η σχέση πολιτών- πολιτείας. Άλλωστε και η ιστορική περίοδος, όπου παραπέμπει το ποίημα, χαρακτηρίζεται από τη διάβρωση αυτών των σχέσεων. Η εποχή την οποία χαρακτηρίζουν τα πραγματολογικά δεδομένα είναι πλασμένη κατ’ αναλογίαν προς την εποχή της ρωμαϊκής παρακμής. Πρόκειται δηλαδή για ιστορική σκηνοθεσία. Μ’ άλλα λόγια το ποίημα είναι ψευτοϊστορικό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αλλοτρίωση. Και στα δυο ποιήματα που αναφέραμε, οι “πολίτες” (υπήκοοι για την ακρίβεια) έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους. Η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης έχει εκλείψει. Το ενδιάμεσο κενό, το χάσμα, πάει να καλυφθεί με την προσφυγή σε καταστάσεις που κύριο γνώρισμά τους έχουν τον πολιτικό αμοραλισμό. Στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, σ’ έναν αισθητισμό και αισθησιασμό που στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, στην αναμονή ενός γεγονότος καταλυτικού για την ίδια τους την πολιτεία. Κι όταν ματαιώνεται, πέφτουν σε αθυμία. Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως πίσω από τους δυο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος ξεμυτίζει και μια άλλη απογοήτευση: όχι μόνο γιατί χάθηκε η “μια κάποια λύση”(τι λύση άλλωστε;), αλλά και γιατί μαζί της ματαιώθηκε και η κορύφωση ενός θεάματος που προεικονίστηκε. Αλλά θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπογραμμίσω και μια βασική διαφορά ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και στους ανθρώπους που περιμένουν τους Βαρβάρους. Οι πρώτοι όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κυριαρχούν τελικά μέσα στο ποίημα, ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον αισθητισμό και αισθησιασμό τους — και την αίσθηση του χιούμορ που υπολανθάνει στη στάση τους. Ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους κατέχονται από μια ψυχική φτώχεια, από μια μιζέρια […].»
(Χρ. Μηλιώνης, «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, 35, 1984, σελ. 19-24)
Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/04/blog-post_7960.html#ixzz2MtDqmZNz
Αλλά ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους οι καταλυτικοί στίχοι με την αναδραστική ενέργεια βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος, στα κατοπινά παραδείγματα μετατίθενται προς το κέντρο του και μοιράζουν έτσι το ποίημα σε δύο μέρη που συστοιχούν το πρώτο στα φαινόμενα και το δεύτερο στην ουσία, στο φαίνεσθαι και στο είναι ή στο δοκείν και στο είναι. Η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαίνεται πως είναι ακόμα ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την καβαφική ειρωνεία. Αλλά πιο πολύ μας οδηγεί στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς η σχέση πολιτών- πολιτείας. Άλλωστε και η ιστορική περίοδος, όπου παραπέμπει το ποίημα, χαρακτηρίζεται από τη διάβρωση αυτών των σχέσεων. Η εποχή την οποία χαρακτηρίζουν τα πραγματολογικά δεδομένα είναι πλασμένη κατ’ αναλογίαν προς την εποχή της ρωμαϊκής παρακμής. Πρόκειται δηλαδή για ιστορική σκηνοθεσία. Μ’ άλλα λόγια το ποίημα είναι ψευτοϊστορικό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αλλοτρίωση. Και στα δυο ποιήματα που αναφέραμε, οι “πολίτες” (υπήκοοι για την ακρίβεια) έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους. Η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης έχει εκλείψει. Το ενδιάμεσο κενό, το χάσμα, πάει να καλυφθεί με την προσφυγή σε καταστάσεις που κύριο γνώρισμά τους έχουν τον πολιτικό αμοραλισμό. Στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, σ’ έναν αισθητισμό και αισθησιασμό που στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, στην αναμονή ενός γεγονότος καταλυτικού για την ίδια τους την πολιτεία. Κι όταν ματαιώνεται, πέφτουν σε αθυμία. Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως πίσω από τους δυο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος ξεμυτίζει και μια άλλη απογοήτευση: όχι μόνο γιατί χάθηκε η “μια κάποια λύση”(τι λύση άλλωστε;), αλλά και γιατί μαζί της ματαιώθηκε και η κορύφωση ενός θεάματος που προεικονίστηκε. Αλλά θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπογραμμίσω και μια βασική διαφορά ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και στους ανθρώπους που περιμένουν τους Βαρβάρους. Οι πρώτοι όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κυριαρχούν τελικά μέσα στο ποίημα, ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον αισθητισμό και αισθησιασμό τους — και την αίσθηση του χιούμορ που υπολανθάνει στη στάση τους. Ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους κατέχονται από μια ψυχική φτώχεια, από μια μιζέρια […].»
(Χρ. Μηλιώνης, «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, 35, 1984, σελ. 19-24)
Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/04/blog-post_7960.html#ixzz2MtDqmZNz
O ίδιος ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημά του
«Στέκοντας που [=δεδομένου ότι] πήρα για σύμβολο τους βαρβάρους, φυσικό είναι να πω για υπάτους και πραίτορας. Ο αυτοκράτωρ, οι συγκλητικοί, και οι ρήτορες δεν είναι αναγκαστικά Ρωμαϊκά πράγματα» (Καβάφης)
«Το ποίημα υποθέτει μια τέτοια κατάστασι κοινωνική. Κατάστασι δυνατή∙ όχι πιθανή∙ όχι πρόβλεψι δική μου. Η ιδέα μου περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξ άλλου και εις την αισιόδοξη ιδέα μου το ποίημα δεν αντιβαίνει∙ μπορεί να παρθή ως ένα επεισόδιον στην σταδιοδρομία προς το Αγαθόν. Η κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτέλειας, πολιτισμού, κ’ εκνευρισμού [=αποχαύνωσης], όπου, απελπισμένη από την θέσι εις την οποίαν δεν βρίσκει διόρθωσι συμβιβαστική με τον συνειθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρη μια ριζική αλλαγή –να θυσιάση, ν’ αλλάξη, να γυρίση πίσω, ν’ απλοποιήση. (Αυτά είναι οι “Βάρβαροι”.) Πήρε την απόφασί της και χαίρεται και κάμνει τες διάφορες ετοιμασίες (ο αυτοκράτωρ, τα λούσα των υπάτων και των πραιτόρων) και λαμβάνει τα προκαταρκτικά μέσα [=μέτρα;] (η διακοπή της νομοθεσίας των Συγκλητικών). Αλλά σαν έρχεται ο καιρός της εφαρμογής, αίφνης γίνεται δήλον ότι εμελέτησεν μια ουτοπία (το νύχτωμα χωρίς νά’ λθουν οι βάρβαροι), και ότι λόγοι τους οποίους δεν προείδε καθιστούν το σχέδιόν της αδύνατον (οι φθάσαντες απ’ τα σύνορα και λέγοντες ότι “βάρβαροι δεν υπάρχουν πια”). Την καταλαμβάνει μια μεγάλη αθυμία (ο γυρισμός στα σπίτια όλων συλλογισμένων, η ανησυχία)∙ και το ποίημα δεν την παριστάνει μεν ως τελείως απελπισμένην ένεκα της αποτυχίας της προσδοκίας της, αλλά δυσανασχετούσαν δια το τί θα γίνη (“Και τώρα τί θα γένουμε”, “ήταν μια κάποια λύσις” –Να οι βάρβαροι και στον ιδιαίτερο βίο. Όταν κανείς συχνά επιθυμεί να μην έχη γνώσεις, να έχη απλή πίστι, χωρίς ανάγκες, και να ζη την ζωή κανενός απλού και αμαθούς ανθρώπου για τον οποίον τα πράγματα έχουν μια δροσερότητα και την χαρά και το ενδιαφέρον του ανεξιχνιάστου» (Καβάφης)
Πηγή : http://latistor.blogspot.gr/2010/03/blog-post_16.html
Διαβάστε ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις
ερμηνευτική προσέγγιση 1
ερμηνευτική προσέγγιση 2
ερμηνευτική προσέγγιση 3
«Το ποίημα υποθέτει μια τέτοια κατάστασι κοινωνική. Κατάστασι δυνατή∙ όχι πιθανή∙ όχι πρόβλεψι δική μου. Η ιδέα μου περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξ άλλου και εις την αισιόδοξη ιδέα μου το ποίημα δεν αντιβαίνει∙ μπορεί να παρθή ως ένα επεισόδιον στην σταδιοδρομία προς το Αγαθόν. Η κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτέλειας, πολιτισμού, κ’ εκνευρισμού [=αποχαύνωσης], όπου, απελπισμένη από την θέσι εις την οποίαν δεν βρίσκει διόρθωσι συμβιβαστική με τον συνειθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρη μια ριζική αλλαγή –να θυσιάση, ν’ αλλάξη, να γυρίση πίσω, ν’ απλοποιήση. (Αυτά είναι οι “Βάρβαροι”.) Πήρε την απόφασί της και χαίρεται και κάμνει τες διάφορες ετοιμασίες (ο αυτοκράτωρ, τα λούσα των υπάτων και των πραιτόρων) και λαμβάνει τα προκαταρκτικά μέσα [=μέτρα;] (η διακοπή της νομοθεσίας των Συγκλητικών). Αλλά σαν έρχεται ο καιρός της εφαρμογής, αίφνης γίνεται δήλον ότι εμελέτησεν μια ουτοπία (το νύχτωμα χωρίς νά’ λθουν οι βάρβαροι), και ότι λόγοι τους οποίους δεν προείδε καθιστούν το σχέδιόν της αδύνατον (οι φθάσαντες απ’ τα σύνορα και λέγοντες ότι “βάρβαροι δεν υπάρχουν πια”). Την καταλαμβάνει μια μεγάλη αθυμία (ο γυρισμός στα σπίτια όλων συλλογισμένων, η ανησυχία)∙ και το ποίημα δεν την παριστάνει μεν ως τελείως απελπισμένην ένεκα της αποτυχίας της προσδοκίας της, αλλά δυσανασχετούσαν δια το τί θα γίνη (“Και τώρα τί θα γένουμε”, “ήταν μια κάποια λύσις” –Να οι βάρβαροι και στον ιδιαίτερο βίο. Όταν κανείς συχνά επιθυμεί να μην έχη γνώσεις, να έχη απλή πίστι, χωρίς ανάγκες, και να ζη την ζωή κανενός απλού και αμαθούς ανθρώπου για τον οποίον τα πράγματα έχουν μια δροσερότητα και την χαρά και το ενδιαφέρον του ανεξιχνιάστου» (Καβάφης)
Πηγή : http://latistor.blogspot.gr/2010/03/blog-post_16.html
Διαβάστε ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις
ερμηνευτική προσέγγιση 1
ερμηνευτική προσέγγιση 2
ερμηνευτική προσέγγιση 3
ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1
Από τα στοιχεία που δίνει το ποίημα σε ποια εποχή ή πόλη νομίζετε ότι διαδραματίζονται τα γεγονότα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2
Το ποίημα διακρίνεται για τη θεατρικότητά του. Να βρείτε τα στοιχεία που τη συνιστούν και να συζητήσετε το αισθητικό τους αποτέλεσμα
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 3
Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4
Συμφωνείτε με την άποψη ότι το ποιήμα ανήκει στην τεχνοτροπία του συμβολισμού; Αν ναι, ποιες λέξεις λειτουργούν ως σύμβολα και ποιος είναι ο συμβολισμός τους;
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 5
Κ Π ΚΑΒΑΦΗΣ
Τα χαρακτηριστικά του
1 στίχος : ελεύθερος, ιαμβικός, ανισοσύλλαβος, χωρίς ομοιοκαταληξία, χωρίς επιμέλεια στις χασμωδίες προσεγμένος στη στίξη και στις παύσεις.
2 γλώσσα : ιδιότυπη, δημοτική με λόγιους τύπους και πολίτικους ιδιωματισμούς, λέξεις αντιποιητικές.
3 θέματα : από το ιστορικό παρελθόν τους ελληνιστικούς και ρωμαικούς χρόνους πραγματικά ή πλαστά.
4 ύφος : λιτότητα εκφραστικών μέσων χρήση προσώπων ως σύμβολα
λεπτή ειρωνεία υποβλητικότητα
στοχαστικό ύφος υπαινικτικός λόγος
διδακτισμός σαφήνεια, ακριβολογία
Ποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη εντοπίζετε στο ποίημα;