Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑ ΗΘΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ


   0ι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες πάλι που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επάνω τους. Είναι ευμετάβλητοι και γρήγορα χορταίνουν με κείνα που επιθύμησαν, και γι' αυτό, ενώ  δοκιμάζουν σφοδρές επιθυμίες, πολύ γρήγορα αδιαφορούν. Επειδή η θέλησή τους, ενώ είναι έντονη δεν είναι ταυτόχρονα και μεγάλη - όπως συμβαίνει στον άρρωστο με την πείνα και με τη δίψα. Έχουν ροπή προς την οργή, παραφέρονται εύκολα και ακολουθούν εκείνο που αποφάσισαν πάνω στο θυμό τους, χωρίς να μπορούν να συγκρατηθούν. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δεν δέχονται την περιφρόνηση και αγανακτούν όταν νομίζουν πως αδικούνται. Αγαπούν τις τιμές κι ακόμα πιο πολύ τη νίκη, επειδή τα νιάτα θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής. Αγαπούν αυτά τα δύο πιο πολύ παρά το χρήμα ή -καλύτερα- δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα ολότελα, επειδή ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει τι θα πει φτώχεια

Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Είναι γεμάτοι ελπίδες, κι αυτό συμβαίνει επειδή η φύση τούς έχει προικίσει με κάποιο είδος θέρμης, σαν εκείνη που νιώθουν αυτοί που έχουνε πιει πολύ κρασί. Αλλά η ιδιότητά ".ους αυτή οφείλεται και στο ότι δεν έχουν δοκιμάσει πολλές αποτυχίες. Ζούνε κυρίως με την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το μέλλον ενώ η ανάμνηση είναι παρελθόν. Και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο ενώ το παρελθόν μικρό. Αλήθεια, στην αρχή της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάμνηση, ενώ όλες οι ελπίδες επιτρέπονται. Και γι' αυτό το λόγο εύκολα εξαπατώνται, επειδή και εύκολα σχηματίζουν ελπίδες. Και επειδή ρέπουν προς την οργή και προς την ελπίδα, είναι γενναίοι επειδή η μια ιδιότητά τους συντελεί στο να μη φοβούνται, ενώ η άλλη τους δίνει θάρρος. Αλήθεια, κανένας δεν φοβάται όταν είναι θυμωμένος, ενώ η ελπίδα της επιτυχίας μας κάνει θαρραλέους. Είναι ντροπαλοί, επειδή ξέρουν μόνο εκείνα που έχουν διδαχθεί σύμφωνα με τους νόμους και δεν υποθέτουν πως υπάρχουν κι άλλα ευχάριστα πράγματα. Είναι μεγαλόψυχοι, επειδή δεν τους ταπείνωσε ακόμα ο αγώνας της ζωής, ούτε δοκίμασαν ανάγκες. Εξάλλου όποιος πιστεύει πως είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων είναι και μεγαλόψυχος. Αυτό όμως το πιστεύουν όσοι έχουν πολλές ελπίδες.
Προτιμούν να κάνουν ό,τι τους φαίνεται ωραίο παρά ό,τι τους συμφέρει, επειδή οι πράξεις τους υπαγορεύονται πιο πολύ από την καρδιά παρά από τον ψυχρό υπολογισμό· κι ενώ αυτός λογαριάζει το συμφέρον, η αρετή λογαριάζει το ωραίο. Οι νέοι αγαπούν τους φίλους τους και τους συντρόφους τους πιο πολύ, παρά όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία, και τούτο, επειδή νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση να ζουν μαζί με τους άλλους και ακόμα δεν έχουν αρχίσει να σχηματίζουν κρίσεις με βάση το συμφέρον τους για κανένα πράγμα, λοιπόν ούτε και για τους φίλους τους. Όλα τα σφάλματά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν το λόγο του Χίλωνα (μηδέν άγαν). Αλήθεια, υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει και για όλες τις πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα κι ανακατεύονται στα πάντα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία. Αισθάνονται εύκολα οίκτο, επειδή θεωρούν όλους τους ανθρώπους απλούς και ενάρετους. Αλήθεια, κρίνουν τους άλλους με τη δική τους αθωότητα και γι' αυτό πιστεύουν ότι, κάτι που παθαίνει κάποιος άλλος, δεν αξίζει να το πάθει. Αγαπούν τα γέλια και γι' αυτό τους αρέσουν τα πειράγματα, όπου με ευγένεια στρέφονται κατά των άλλων.[...]
                                                 Αριστοτέλης, «Ρητορική» Μετάφραση: Ηλίας Ηλιού


Ερωτήσεις
       1. Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει ο Αριστοτέλης στους νέους και με ποια επιχειρήματα τα αιτιολογεί; Συμφωνείτε με τις παρατηρήσεις του;

       2.  Να επιλέξετε δυο χαρακτηριστικά των νέων -από αυτά που τους αποδίδει ο Αριστοτέλης- και να τα αναπτύξετε με αιτιολόγηση

       3.  Πώς κρίνετε τη στάση του Αριστοτέλη απέναντι στους νέους; Είναι επιεικής μαζί τους ή επικριτικός;

      4  Οι νέοι είναι ευκολόπιστοι. Πώς εκδηλώνεται αυτό το χαρακτηριστικό τους και πού μπορεί να οδηγήσει;

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Μανόλης Ανδρόνικος


   Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.
   Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω κι αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.
   Πρώτα- πρώτα το σχήμα «νέος - ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο,  ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και
ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεων τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό κι επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής γεωλογίας.
   Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις κατακτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα: την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;
   Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλιότερων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια.
   Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις κατακτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες.  έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να
έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.
   Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι.   όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απληστία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων ,  αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως
η πείρα του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου «δεν τόλπιζα ναν η ζωή μέγα καλό και πρώτο». Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους εκλεκτούς συντρόφους μας



Ερωτήσεις
1 Σε ποιες κατηγορίες χωρίζει τους ώριμους ανθρώπους ο συγγραφέας όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στους νέους; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε στάσης και ποιο το κοινό τους στοιχείο; Γιατί θεωρεί και τις δύο στάσεις ανεπαρκείς απέναντι στα προβλήματα των νέων ανθρώπων;
2 Ποια στάση θεωρεί ο συγγραφέας ως την πιο ενδεδειγμένη απέναντι στους νέους; Με ποιες προυποθέσεις μπορεί να υλοποιηθεί η στάση αυτή;
3 Σε ποιους ανθρώπους και γιατί ο συγγραφέας διακρίνει μια ιδιαίτερη ικανότητα, άρα και ευθύνη, να προσφέρουν βοήθεια στους νέους;
4 « Ίσως τους γλιτώσουμε…..πιο εκλεκτούς συντρόφους μας. » Πιστεύετε πως η εμπειρία των μεγαλύτερων αποτελεί εφαλτήριο για να οργανώσουν οι νέοι τη ζωή τους ή χρειάζεται να περιπλανηθούν οι ίδιοι μόνοι τους μέχρι να φτάσουν στην ωριμότητά τους ( με ο,τι συνεπάγεται αυτή η περιπλάνηση );





ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εφήβων μαθητών
του Γυμνασίου και του Λυκείου
 Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου
Θεολόγου Καθηγητού
Διδάκτορος Πανεπιστημίου Αθηνών
με ειδίκευσησε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής  συμβουλευτικής
Υπευθύνου Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας
                          
            Ο μαθητής Γυμνασίου και του Λυκείου, είναι ένας μικρομέγαλος, που βρίσκεται στην περίοδο της εφηβείας. Η εφηβεία που είναι μια μεταβατική φάση ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση είναι μια από τις πιο κρίσιμες και της πιο περίπλοκες περιόδους της ζωής του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια της σημειώνονται ραγδαίες μεταβολές στο σώμα του, στο νοητικό, στο συναισθηματικό και τον κοινωνικό τομέα της ζωής του νεαρού μαθητή. Ταυτόχρονα ο νέος προσπαθεί για πρώτη φορά στη ζωή του να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα.
Οι σωματικές μεταβολές, είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των μαθητών μας, όπως δυσκολίες στη δυνατότητα συγκέντρωσης τους. Η εφηβεία είναι περίοδος εσωτερικού αναβρασμού και συναισθηματικής αναστάτωσης. Συχνά στους εφήβους παρατηρούνται τρομερές μεταπτώσεις. Άλλοτε είναι χαρούμενοι και εύθυμοι και άλλοτε δύσθυμοι και μελαγχολικοί.
Σε καταστάσεις κρίσης, όπως διάλυση της οικογένειας, αλλαγή σχολείου, κάποια σοβαρή ασθένεια αντιμετωπίζουν δυσκολότερα τα συναισθήματα τους. Γι’ αυτό το λόγο οι έφηβοι μαθητές της χρειάζονται τους παιδαγωγούς, αυτούς που οδηγούν το παιδί όπως λέει και η λέξη, γονείς και καθηγητές για να βοηθηθούν ώστε να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους και να προσαρμοστούν στους καινούριους τους ρόλους.
 Τόσο η αδιαφορία όσο και το αντίθετο η υπερπροστατευτικότητα, η συνεχής παρέμβαση των παιδαγωγών (γονιών και καθηγητών) είναι συμπεριφορές που πρέπει να αποφεύγονται.
Για να δώσω ένα παράδειγμα. Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου βιώνουν έντονα το στάδιο της προσαρμογής, ιδίως αυτή την εποχή. Τα διαγωνίσματα τους προκαλούν ένα μικροπανικό τον οποίο σας τον μεταφέρουν και σε εσάς. Εδώ χρειάζεται η διακριτική παρέμβαση του παιδαγωγού. Να τους βοηθήσετε να καταστρώσουν ένα πρόγραμμα μελέτης. Να αποκλείσουν τις κακές συνήθειες όπως η τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια κάθε είδους και να στρωθούν στη μελέτη. Θα τους καθοδηγήσετε να φτιάξουν ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα χωρίς υπερβολές.
 Η εκ μέρους των παιδαγωγών κατανόηση των ψυχολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις σχέσεις μαθητών καθηγητών, θα τους βοηθήσει να είναι ωριμότεροι στο έργο της καθοδήγησής τους. Υπάρχουν ψυχικές αντιδράσεις και συμπεριφορές των εφήβων, που έχουν αντίκτυπο στη σχέση τους με τους καθηγητές. Για παράδειγμα η αμφιθυμία των εφήβων απέναντι στους καθηγητές, η οποία αποτελεί συνήθη αντανάκλαση της σχέσης τους με τους γονείς. Έτσι ο ίδιος ο μαθητής την μια στιγμή θαυμάζει τον καθηγητή του και την άλλη τον αμφισβητεί και του επιτίθεται.
Οι καθηγητές γίνονται συχνά αντικείμενο θαυμασμού. Οι έφηβοι δεν τρέφουν μόνο αισθήματα θαυμασμού για τον καθηγητή «αυθεντία» αλλά ταυτόχρονα και αμφισβήτηση και ζήλια. Ο θαυμασμός, που συνυπάρχει με τη ζήλια, τους κάνει να προσπαθούν να βρουν ψεγάδια στον εκπαιδευτικό, για να τον κάνουν να νιώσει δύσκολα, έτσι όπως νιώθουν και οι ίδιοι πολλές φορές. Γι’ αυτό και εμείς οι καθηγητές που γνωρίζουμε όλα αυτά δεν παίρνουμε προσωπικά είτε το θαυμασμό είτε την αμφισβήτηση των εφήβων, αλλά κατανοούμε τη βαθύτερη ερμηνεία των στάσεων και συμπεριφορών των μαθητών τους. Αρκεί βέβαια οι έφηβοι μας να μην ξεπερνούν κάποια όρια ευπρέπειας και σεβασμού που απαιτείται στο χώρο του Σχολείου.
Στον γνωστικό τομέα ο έφηβος αρχίζει και κατανοεί αφηρημένες ιδέες, έχει κρίση και άποψη και εμείς οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί καμαρώνουμε γι΄ αυτό. Ο Αμερικανός ψυχολόγος David Elkind στη μελέτη του «Εγωκεντρισμός στην εφηβεία» περιγράφει τρία συνήθη εγωκεντρικά σφάλματα (γνωστικές αδυναμίες) που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας:
 α) Η αδυναμία του εφήβου να διακρίνει ανάμεσα στην παροδική-περιστασιακή και στη σταθερή-μόνιμη σκέψη. Π.χ. οι έφηβοι αν έχουν κάποια φορά γελοιοποιηθεί ενώπιον των άλλων (παροδικό-περιστασιακό) είναι πεπεισμένοι ότι όλοι θα θυμούνται το περιστατικό αυτό εις βάρος τους για πάντα (σταθερό-μόνιμο).
β) Η δεύτερη γνωστική αδυναμία του εφήβου είναι η αδυναμία να διακρίνει ανάμεσα στο αντικειμενικό και στο υποκειμενικό. Οι έφηβοι εκδηλώνουν έντονη και διαρκή ενασχόληση με το σώμα τους, τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους και μερικές φορές νομίζουν ότι και οι άλλοι γύρω τους συμμερίζονται αυτές τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους. Είναι η πίστη σ’ ένα φανταστικό ακροατήριο, σύμφωνα με την οποία μερικοί έφηβοι νομίζουν ότι οι άλλοι τους παρακολουθούν συνεχώς και τους κρίνουν για ό,τι κάνουν. Άλλοτε τους επιδοκιμάζουν και άλλοτε είναι εχθρικοί απέναντι τους. Μ’ αυτό τον τρόπο οι έφηβοι συγχέουν το περιεχόμενο της δικής τους σκέψης και τα αισθήματά τους με  τις σκέψεις και τα αισθήματα των άλλων, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς και τη συμπεριφορά τους.
 γ) Η τρίτη γνωστική αδυναμία είναι η ανικανότητα του εφήβου να διαφοροποιήσει το ατομικό από το γενικό.  Οι έφηβοι συχνά πιστεύουν ότι αυτά που νιώθουν ή ο τρόπος που σκέφτονται είναι μοναδικός. Ο έφηβος πιστεύει ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να νιώσει όπως αυτός. Αυτός είναι ο προσωπικός μύθος, που μπορεί να κάνει τον έφηβο να πιστεύει ότι, εφόσον είναι μοναδικό-ξεχωριστό άτομο, οι κανόνες που ισχύουν για τους άλλους δεν ισχύουν για τον ίδιο. Για παράδειγμα ένας έφηβος πιστεύει ότι με μισή ώρα μπορεί να καταφέρει όσοι οι άλλοι με 5 ώρες μελέτης. Επίσης ότι έχει γράψει τέλεια σε όλα τα διαγωνίσματα και φυσικά για ένα ανεξήγητο λόγο όλοι οι καθηγητές τον έχουν αδικήσει.
Υπάρχει όμως και η άλλη άκρη. Ο μύθος άλλοθι ότι εγώ όσο και αν προσπαθήσω δεν τα καταφέρνω. Φταίνε οι δυνατότητες μου, η μνήμη, η κληρονομικότητα μου ή και κάτι άλλο. Ο έφηβος δηλαδή που πιστεύει ότι δεν τα καταφέρνει όσο και αν προσπαθήσει και επομένως γιατί να διαβάσει αφού δεν θα πάρει βαθμό. Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε γιατί υπάρχουν και οι μαθησιακές δυσκολίες (συνεργασία με φιλολόγους και ειδικούς παιδαγωγούς). Πέρα από αυτό όμως μπορεί να χρειάζεται να βοηθήσουμε το παιδί να βγάλει την κακή εικόνα από μέσα του και να προσπαθήσει από την αρχή. (Βλ. φυλλάδιο για τη μελέτη). Να το ενθαρρύνουμε καθηγητές και γονείς να δει ότι οι αποτυχίες του δεν πρέπει να τον κάνουν να αισθάνεται ένας άχρηστος, ένας αποτυχημένος.
Η εφηβική ηλικία είναι η κατεξοχήν περίοδος της ανάπτυξης του κοινωνικού αισθήματος. Το άτομο διαμορφώνει την προσωπική και την κοινωνική του ταυτότητα σε μια αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ αυτού και του περιβάλλοντος του. Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του αφιερώνει ο έφηβος για να αναδειχθεί και να βρει αναγνώριση από τους άλλους. Όταν οι νέοι αισθάνονται τη βιολογική τους ολοκλήρωση να πλησιάζει αρχίζουν να συνειδητοποιούν και την ανάγκη για ανεξαρτητοποίησή τους από τους γονείς και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η έντονη αυτή τάση του εφήβου για αυτονομία και αυτοδιαχείριση γίνεται συχνά αίτιο προστριβών μεταξύ γονέων και παιδιού αλλά και μεταξύ καθηγητών μαθητών.
 Οι περισσότεροι έφηβοι δεν επιθυμούν να τους μεταχειρίζονται οι άλλοι σαν να είναι μικρά παιδιά. Έχουν ανάγκη από κάποια βαθμό ανεξαρτησίας και θέλουν για αρκετά θέματα να αποφασίζουν μόνοι τους. Αυτό συχνά δημιουργεί προστριβές με τους γονείς κυρίως σε θέματα ντυσίματος, ωρών επιστροφής στο σπίτι κ.α.
Στη φάση της προσπάθειας ανεξαρτητοποίησης τους οι έφηβοι αρχίζουν να ανιχνεύουν τους εαυτούς τους σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν ποιοι είναι, από πού έρχονται και που πάνε στο μέλλον Από τη μια η πρόσφατη παιδική προσωπικότητα τους από την άλλη οι νέες βιολογικές τους ορμές και οι νέοι κοινωνικοί ρόλοι που καλούνται να επωμισθούν (χωρίς καλά καλά να τους έχουν αποσαφηνίσει) τους δημιουργούν μια πολύ έντονη εσωτερική σύγκρουση, που μπορεί να έχει τη μορφή μιας παροδικής μελαγχολίας, η οποία δεν πρέπει να μας ανησυχήσει. Είναι η λύπη για την ξενοιασιά και την παιδική ηλικία που τελείωσε και τις ευθύνες που ακολουθούν. Είναι εντελώς φυσιολογική και παροδική.
Από την άλλη ο έφηβος περνάει  μια κρίση προκειμένου να διαμορφώσει την ταυτότητα του Εγώ του, αφού εμείς οι μεγάλοι για μερικά θέματα τον θεωρούμε παιδί και για άλλα μεγάλο. Έτσι και ο ίδιος είναι μπερδεμένος και δεν έχει αποφασίσει ποιο ρόλο από τους δυο να κρατήσει. Οι έφηβοι νιώθουν μετέωροι ανάμεσα στο παιδικό και ανέμελο παρελθόν και το επόμενο βήμα που είναι η ενηλικίωση. Βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη ενδοψυχική σύγκρουση ανάμεσα στην αυτονομία και την εξάρτηση. Η κοινωνία απαιτεί από αυτούς να αρχίσουν να προετοιμάζονται για τους νέους ρόλους τους. Με το ένα πόδι στο σταθερό και δοκιμασμένο κόσμο της παιδικής ηλικίας, αρχίζουν να δοκιμάζουν τους διάφορους ρόλους των ενηλίκων μέχρι να βρουν αυτόν που τους ταιριάζει.
Δείγμα ψυχικής υγείας είναι η επιθυμία του νέου να συνάψει φιλίες. Οι ομάδες των συνομηλίκων (που ενδεχομένως κάποιες φορές να εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους) αποτελούν απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη των σχέσεων των εφήβων και την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Η ομάδα των συνομηλίκων ενισχύει την ανεξαρτησία, εκπληρώνει την ανάγκη της ταυτότητας και της αναγνώρισης, προσφέρει ευκαιρίες για επιτυχίες και παρέχει στον έφηβο την ευκαιρία να παίξει μια ποικιλία ρόλων που προσδιορίζουν την ιδιότητα του ενηλίκου.
Ο κύκλος των φίλων που δημιουργούν οι έφηβοι αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία ως σύστημα υποστηρικτικό. Από την άλλη πρέπει η συμμόρφωση των νέων προς τους συνομηλίκους του να προσέξουμε να μη φθάνει στα όρια της δουλικής συμμόρφωσης και υποταγής στην ομάδα των συνομηλίκων.

            Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσω ότι η πειθαρχία στα παιδιά δεν πρέπει να συγχέεται με την τιμωρία και την καταπίεση. Είναι λάθος κάποιοι γονείς να αρνούνται τη θέσπιση ορίων στο όνομα της δήθεν αντιαυταρχικής ιδεολογίας τους. Η οριοθέτηση για τους εφήβους μαθητές σημαίνει σταθερότητα και συνέπεια συναισθηματική, ενώ τους δίνουμε το μήνυμα ότι τους εμπιστευόμαστε, αφού τους θεωρούμε ικανούς για την ανάληψη των ευθυνών των πράξεων τους.
            Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι σε κάποιες περιπτώσεις αυστηροί και άκαμπτοι και σε κάποιες άλλες ευέλικτοι. Πότε το ένα και πότε το άλλο. Χρειάζεται αυτό που έλεγαν οι έλληνες σοφοί διάκριση για να καταλαβαίνουν πότε τα παιδιά χρειάζονται το ένα και πότε το άλλο. Παιδιά και έφηβοι έχουν ανάγκη την αγάπη μας που θα εκδηλώνονται πότε με έπαινο και ενίσχυση και πότε με έλεγχο και καθοδήγηση. Η χαλαρότητα εκ μέρους μας και η μεγάλη επιτρεπτικότητα μπορεί να δώσουν το μήνυμα της αδιαφορίας. Μια υπερβολική αυστηρότητα και επιβολή μπορεί να διαμορφώσουν εξαρτημένες, ανελεύθερες και χωρίς υπευθυνότητα προσωπικότητες, που θα έχουν πρόβλημα συνύπαρξης στο μέλλον.
            Γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουμε να κρατούμε την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και την πειθαρχία, ώστε να κερδίσουμε το κύρος και την πειθώ στους μαθητές μας. Θα ασκούμε έλεγχο (με τακτ) αλλά θα ενθαρρύνουμε ταυτόχρονα και δεν θα εξουθενώνουμε τον έφηβο. Με λίγα λόγια θα προσπαθούμε να έχουμε επικοινωνία. Κυρίως να μην ξεχνάμε ότι σε συνεργασία γονείς, καθηγητές με τους μαθητές μπορούμε να μετατρέψουμε το Σχολείο σε ένα χώρο χαρούμενης και δημιουργικής μάθησης.


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ

 O ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

    Ως διάλογο στο μάθημα εννοούμε την μεταξύ των μαθητών ή μεταξύ των μαθητών και τού διδάσκοντος ανταλλαγή απόψεων, γνωμών, θέσεων, για τον έλεγχο των πληροφοριών, που έχουν μπροστά τους, με στόχο την διευκρίνιση καταστάσεων, την ανίχνευση εννοιών και αξιών και, τελικά, μέσα από ενδεχόμενες απορρίψεις, τροποποιήσεις, συμφωνίες και λογικά επιχειρήματα, την κατάληξη σε συμπεράσματα επί τού αντικειμένου τού μαθήματος. “Ταυτόχρονα ,ο διάλογος μεταξύ των μαθητών και του εκπαιδευτικού είναι ένα υπαρξιακό γεγονός στην επικοινωνία των ανθρώπων
    Ο διάλογος στο μάθημα δεν είναι μόνον ένας κατ’ εξοχήν τύπος διδασκαλίας, αλλά είναι ακόμη ένας θεμελιώδης τύπος τής μορφωτικής διαδικασίας στην Τάξη, είναι μια πηγή πνευματικής δύναμης. Γι’ αυτό και η διδακτική πράξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιεί, μόνον ως μέσον, τον διάλογο στο μάθημα . Ο διάλογος στο μάθημα είναι, ταυτοχρόνως, σκοπός και μέσον τής μόρφωσης, και γι’ αυτό έχει θεμελιώδη σημασία τόσο για την μόρφωση τών μαθητών, όσο και για την κοινωνική και ψυχολογική τους ανάπτυξη .
   Με την καλλιέργεια τού διαλόγου στο μάθημα, o μαθητής μαθαίνει ο ίδιος να προβληματίζεται και να σκέπτεται με τον δικό του τρόπο, μαθαίνει να στέκεται σοβαρά απέναντι στο αντικείμενο, να σέβεται τις γνώμες τών συνομιλητών του και να τις αντιμετωπίζει κριτικά και διερευνητικά, να αντικρούει υπεύθυνα και με λογικά επιχειρήματα εκείνες, με τις οποίες διαφωνεί, αποκτά την ικανότητα να δίνει απαντήσεις και να υποβάλλει ερωτήσεις, συνηθίζει να ακούει προσεκτικά τον συνομιλητή του, διαπαιδαγωγείται στο να ισορροπεί και να αυτοελέγχει αυθόρμητες εξωτερικεύσεις του, μαθαίνει να σκέπτεται ήρεμα και να μην χάνει τον στόχο μέσα στην πορεία τού διαλόγου, δημιουργεί τους δικούς του διανοητικούς ορίζοντες και, με γόνιμο τρόπο, καταλήγει στις δικές του απόψεις για το αντικείμενο και για την νέα γνώση.΄Ετσι, με τον διάλογο στο μάθημα, καλλιεργείται μια μορφωτική διαδικασία στην Τάξη, που συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη τής ελεύθερης προσωπικότητας του μαθητή και στην πνευματική του ανάπτυξη.
    Ο διάλογος στο μάθημα, στην εφαρμογή του μέσα στην Τάξη, απoτελεί, πρώτα-πρώτα, μια εξαιρετική ευκαιρία, για να αναπτυχθεί μια ζεστή και ανθρώπινη ατμόσφαιρα μεταξύ των μαθητών, αλλά και μεταξύ των μαθητών και του διδάσκοντος .΄
   Επειτα, ο διάλογος στο μάθημα υποβοηθεί στην ζωντανή αλληλοσυναίνεση των διαλεγομένων απέναντι στο πρόβλημα, συντείνει στην στάθμιση και εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, νομιμοποιεί την αμφισβήτηση τού αυτονόητου και των επιφανειακών απόψεων, προωθεί την γόνιμη ανταλλαγή συλλογισμών με στόχο την αμοιβαία κατανόηση διαφόρων προσπαθειών διερεύνησης και λύσης, διευκολύνει στην αποκάλυψη κρυμμένων νοητικών διεργασιών και συνηθίζει τους μαθητές, μέσα από αξιόπιστες προσπάθειες,να συνδιαλέγονται και να κατανοούνται μεταξύ τους.
   ΄Ετσι, αξιοποιούνται οι πνευματικές δυνατότητες και οι εμπειρίες των συνομιλητών, βιώνεται η αξία τού διαλόγου, ο οποίος οδηγεί στην ανακάλυψη τής νέας γνώσης και προωθεί την επικοινωνία και την ανθρώπινη συνάντηση. Παράλληλα, συνειδητοποιείται από τους συνομιλητές, ότι στην διερεύνηση ή λύση τού προβλήματος ή στην ανίχνευση και προσέγγιση καταστάσεων και προβλημάτων ή στην ανακάλυψη τού καινούριου όλοι συνεισέφεραν. Και η συνειδητοποίηση αυτού τού γεγονότος από τους μαθητές επιδρά θετικά στην κοινωνική τους διαπαιδαγώγηση, τους βοηθεί να αποκτήσουν αυτογνωσία και τους διευκολύνει να υπερβούν ελαττώματα, όπως αλαζονεία, κοινωνική παθητικότητα, κενούς εγωισμούς ή να αποφύγουν εύκολες απογοητεύσεις, δηλαδή τους κάνει, ψυχολογικά και κοινωνικά, ισορροπημένα άτομα .
    Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί μέσα στην Τάξη η φυσική μορφή τού διαλόγου. Και τούτο, κυρίως, επειδή ο διάλογος στο μάθημα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος και αδέσμευτος από την πρόθεση για μάθηση και για διδασκαλία. Αυτή η πρόθεση, εξ άλλου, δεν μπορεί να υλοποιηθεί ούτε μόνο μέσα από την διάλεξη και την μετωπική διδασκαλία, ούτε μόνο μέσα από τον διάλογο.
   ΄Αν, όμως, ο Εκπαιδευτικός λάβει σοβαρά υπ’ όψη του, πως, ό,τι έχει ο άνθρωπος επεξεργασθεί με τον διάλογο είναι στερεωμένο στην μνήμη του και στην συνείδησή του ισχυρότερα απ’ ό,τι με την μετωπική διδασκαλία(διάλεξη), τότε είναι βέβαιο, ότι ο ίδιος θα καλλιεργεί με φροντίδα τον διάλογο στο μάθημα, σε κάθε κατάλληλη στιγμή.
Ο διάλογος στο μάθημα, αν και πολυπλοκότερος, είναι διεξοδικότερος και πιο αποτελεσματικός από την διάλεξη (μετωπική διδασκαλία), ενεργοποιεί δε τον ακροατή περισσότερο από ό,τι η μετωπική διδασκαλία. Εξ άλλου, η μετωπική διδασκαλία μόνο φαινομενικά μπορεί να εγγυάται μια λογικότερη και συντομότερη πορεία, ενώ αυτή περιορίζει τον συμμετέχοντα στον ρόλο τού παθητικού δέκτη νέων πληροφοριών.
Είναι, βέβαια, αυτονόητο, ότι δεν πρέπει για όλα και πάντοτε να αναπτύσσουμε διάλογο! Και τούτο, επειδή, όπως και σε κάθε ανθρώπινη συζήτηση, έτσι και στον διάλογο στο μάθημα, υπάρχουν όρια, τα οποία καθορίζονται τόσο από την κατάσταση τού μαθήματος, όσο και από την ωριμότητα και το τάλαντο των μαθητών.
     Ταυτόχρονα, όμως , δεν πρέπει να υπερεκτιμάμε τις δυνατότητες τής μετωπικής διδασκαλίας και να περιορίζουμε υπερβολικά την καλλιέργεια τού διαλόγου, διότι μία Εκπαίδευση, η οποία την διάλεξη και τις δυνατότητές της υπερεκτιμά, ενώ τον διάλογο ελάχιστα εξασκεί, προσεγγίζει μια πνευματική δικτατορία.»
    Πάντοτε, λοιπόν, εκεί όπου είναι δυνατόν από την διδακτέα ύλη, από την ωριμότητα των μαθητών και από την κατάσταση τής στιγμής, θα έπρεπε να ψάχνουμε αφετηρίες για διάλογο.΄Ετσι, μπορεί να ξεκινήσει ένας αληθινός διάλογος στο μάθημα, που θα πηγάζει από τις ανάγκες εκείνης τής στιγμής, έστω και αν μέχρι τότε το μάθημα παρεδίδετο με μετωπική διδασκαλία . Εξ άλλου, τις φάσεις τού ομιλείν ακολουθούν φάσεις συλλογισμού(σκέψης) και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον Max Richard, ο λόγος είναι η άλλη όψη τής σιωπής και η σιωπή είναι η άλλη όψη τού λόγου : « Ο λόγος ήλθε από την σιωπή ,από τον πληθωρισμό της σιωπής... . Ο λόγος, ο οποίος από την σιωπή γεννάται , είναι δια της σιωπής η οποία προηγείται, ως δια μιας εντολής νομιμοποιημένος .



 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ , ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ
ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

     Για να ευδοκιμήσει μια συζήτηση μεταξύ τών μαθητών ή μεταξύ τών μαθητών και τού Εκπαιδευτικού, πρέπει αυτή να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρώτα-πρώτα στον διάλογο στο μάθημα απαιτείται να έχει εξασφαλισθή η βασική ισοτιμία τών διαλεγομένων.12 O μαθητής , που συμμετέχει στον διάλογο ομιλώντας, υποχρεώνεται σε έξοδο από την σιγουριά μιας ακίνδυνης ανωνυμίας, εκτίθεται σε κριτική και ενδεχομένως σε αμφισβήτηση, τολμά την απόρριψη.
   Επομένως, για να αποκτήσει την διάθεση για εξωτερίκευση, έχει πρωταρχικώς ανάγκη από ένα κλίμα στην Τάξη, που θα εξασφαλίζει την ισοτιμία τών διαλεγομένων, την εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια μεταξύ τών συνομιλητών. ΄Ο,που αυτό το κλίμα απουσιάζει –και η έλλειψη εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας είναι δυστυχώς γνώρισμα τής παρούσας συμβίωσης τών ανθρώπων13-, εκεί παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία για να πείσουμε τους μαθητές να πάρουν τον λόγο και να συμμετάσχουν στον διάλογο.
   Αντιθέτως, η εξασφάλιση αυτού τού κλίματος τής ισοτιμίας, τής εμπιστοσύνης και τής ειλικρίνειας μεταξύ τών διαλεγομένων, διευκολύνει την συμμετοχή στον διάλογο και βοηθεί τους μαθητές να δημιουργήσουν στην Τάξη μια πραγματικά εξερευνητική και μορφωτική ατμόσφαιρα, η οποία οδηγεί στην ανακάλυψη τού καινούριου και στην νέα γνώση.
    Στον διάλογο στο μάθημα, ο διδάσκων εκτιμά τους μαθητές του ως αυτόνομες και ανεξάρτητες προσωπικότητες, δεν καταπνίγει, με την αρνητική κριτική του ή με ειρωνεία, την ανεπιτήδευτη σκέψη του μαθητή, αλλά παίρνει στα σοβαρά αυτό, που εκφράζει ο μαθητής, σαν να πρόκειται για μια προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα και για μια προσωπική μαρτυρία τοή μαθητή: δεν επιχειρεί ο διδάσκων να επιβάλει την γνώμη του, αλλά την θέτει υπό την κρίση των μαθητών. ΄Ετσι, οικοδομείται η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, η ισοτιμία κι ο σεβασμός τού διδάσκοντος προς τους μαθητές, διαπαιδαγωγούνται οι ίδιοι οι μαθητές σε παρόμοια στάση απέναντι στους συμμαθητές τους, καλλιεργείται το έδαφος ώστε ο μαθητής να εκφράζεται ελεύθερα και αβίαστα, να λέει, δηλαδή, την γνώμη του και να υποβάλλει τις ερωτήσεις του χωρίς αναστολή, ακόμη και όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με την γνώμη τού διδάσκοντος.
    Μόνιμη φροντίδα τού διδάσκοντος είναι, να δημιουργείται στην Τάξη μια ζεστή και ανθρώπινη ατμόσφαιρα, να εξασφαλίζεται η ανυποκρισία τού ενός προς τον άλλον, και η πειθαρχημένη ετοιμότητα, να ακούει προσεκτικά ο ένας τον άλλον.
     Ο διάλογος μπορεί να αποτύχει, αν κάποιος δεν ακούει με προσοχή και υπομονή εκείνο, που ο άλλος λέει. Και τούτο επειδή, σ΄ αυτήν την περίπτωση, οι τοποθετήσεις τών διαλεγομένων δεν είναι γνήσιες, μια και αυτές δεν πηγάζουν από μια γνησίως ανθρώπινη επαφή, επομένως δεν οδηγούν σε γνήσιες αντιπαραθέσεις, σε έγκυρες απορρίψεις ή αποδοχές απόψεων, αλλά αποδεικνύονται κενές περιεχομένου και μοιάζουν με συρραφή μονολόγων. ΄Όταν οι μαθητές συμμετέχουν στον διάλογο, ακούοντας προσεκτικά εκείνο, το οποίο ο άλλος λέει, τότε ο κάθε συνομιλητής επιδρά εναλλακτικά στον άλλον για την καλλίτερη αντιμετώπιση τού θέματος, συγχρόνως δε ο ίδιος είναι ανοικτός και πρόθυμος στο να δεχθεί επιδράσεις από τους συνομιλητές του. Έτσι, ο κάθε μαθητής-συνομιλητής, εφ’ όσον ακούει και ακούεται και εφ’ όσον έχει ανεπτυγμένη την ικανότητα εναλλαγής των ρόλων τού ακροατή και τού ομιλητή, προκαλεί ερεθίσματα και περιμένει, διορθώνει και διορθώνεται, γίνεται εναλλακτικά ενεργητικός και δεκτικός.
    Η διακριτικότητα και η επιφυλακτικότητα τού διδάσκοντος στις παρεμβάσεις του, ο μετρημένος τόνος της ομιλίας του και η στέρεη κατοχή απ’ αυτόν τής διδακτέας ύλης είναι στοιχεία, τα οποία προαπαιτούνται για να κυλήσει ο διάλογος στο μάθημα ομαλά, με αξιώσεις και με δυνατότητες επιτυχίας. Ο διδάσκων, ο οποίος κατέχει καλά την διδακτέα ύλη, είναι σε θέση να κάμει τις κατάλληλες προσεκτικές κινήσεις, τις κατάλληλες επιφυλακτικές παρεμβάσεις, για να βοηθήσει τους μαθητές να στραφούν, με τις δικές τους πνευματικές δυνάμεις, σε σωστούς δρόμους λύσης, είναι σε θέση να οδηγήσει τους μαθητές σε διανοητικούς συνδυασμούς και στην σύνοψη συμπερασμάτων, που οδηγούν στον σκοπό, που έχει τεθεί απ’ αρχής.

                                                                                      Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
                                              Μία Κοινωνική, Παιδαγωγική και Διδακτική προσέγγιση

                                                                  Άγγελου Λιβαθινού και Διονυσίας Μωραΐτη

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 Περικλής Πολίτης (2001) 

1. Η φύση τους

Η ομιλία/ακρόαση και το γράψιμο/ανάγνωση αποτελούν τους δύο θεμελιώδεις τρόπους παραγωγής και πρόσληψης του λόγου, οι οποίοι διακρίνονται για την αμοιβαιότητά τους, αφού μπορεί ο ένας να μεταγραφεί στον κώδικα του άλλου χωρίς μεγάλες απώλειες νοήματος. Ωστόσο, η ομιλία και το γράψιμο συνδέονται με διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας και, άρα, υπηρετούν διαφορετικούς στόχους -ο προφορικός λόγος είναι γενικά αυθόρμητος και ικανοποιεί τρέχουσες ανάγκες της καθημερινής ζωής, συχνά "δεν φοράει τα καλά του" και ευδοκιμεί σε περιβάλλον οικειότητας μεταξύ των συνομιλητών, ενώ ο γραπτός λόγος τις περισσότερες φορές είναι δίαυλος συμβατικής ή επίσημης επικοινωνίας, όπως εξάλλου υπήρξε σε όλη τη διαδρομή του ιστορικού χρόνου· επιπλέον, έχουν διαφορετικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, εν μέρει τουλάχιστον (Chafe 1982),(σελ. 44-5) · Yabuuchi 1998). Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, μια τηλεφωνική συνομιλία με φιλικό πρόσωπο με μιαν επιστολή σε φίλο ως προς τα γραμματικά και παραγλωσσικά τους γνωρίσματα ή την προφορική επιχειρηματολογία ενός πωλητή με τη γραπτή επιχειρηματολογία μιας συστατικής επιστολής -"κείμενα" πειθούς και τα δυο τους.
Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος διαφέρουν πολύ ως επικοινωνιακές δραστηριότητες: ο πρώτος έχει στο δυναμικό του το πλούσιο φορτίο της ομιλίας για τη μετάδοση των πληροφοριών, ενώ ο δεύτερος μόνο τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και τη στίξη. Ο επιτονισμός και το ύψος της φωνής του ομιλητή κάνουν ένα εκφώνημα να υπερβαίνει την "ονομαστική αξία" του νοήματός του. Και όταν οι συνομιλητές έχουν οπτική επαφή και βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος, τα βλέμματα, ακόμη και οι σιωπές συστήνουν ένα ολόκληρο δίκτυο παράλληλων σημασιών δίπλα στις εκφρασμένες, που βοηθά και τους συνομιλητές ή ακροατές να ερμηνεύσουν κατάλληλα το περιεχόμενο των λόγων του τρέχοντος ομιλητή. Μάλιστα είναι φορές που το κύριο βάρος της σημασίας ενός εκφωνήματος φέρουν τα παραγλωσσικά του στοιχεία και όχι το προτασιακό του περιεχόμενο. Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί με τον γραπτό λόγο, όπου όλα πρέπει να λέγονται "ανοιχτά", με την εξαίρεση της "μουσικής" στίξης (αποσιωπητικά, θαυμαστικό, εισαγωγικά, ερωτηματικό), η οποία εισάγει, με τρόπο μάλλον συμβατικό, σημασίες δευτέρου επιπέδου (υπονοήματα, ειρωνεία, συναισθηματικές σημασίες κ.ά.· Brown & Yule 1983).
Αν η ιδιοσυστασία της ομιλίας εξασφαλίζει στον προφορικό λόγο υπεροχή έναντι του γραπτού σε ό,τι αφορά τον τρόπο μετάδοσης των πληροφοριών, ο χρόνος παραγωγής του λόγου είναι αντίπαλος του ομιλητή. Ο τελευταίος, εξαιτίας της ταχείας εκφοράς του λόγου και των περιορισμένων δυνατοτήτων της βραχυπρόθεσμης μνήμης του ανθρώπου, υποχρεώνεται τη στιγμή ακριβώς της εκφοράς να ελέγχει προς τα πίσω τον λόγο του -αν οι προθέσεις του εκπληρώθηκαν στη συνέχεια των λεγομένων- και ταυτόχρονα να τον οργανώνει προς τα εμπρός, εν σειρά προς ό,τι έχει προηγηθεί αλλά και σε σχέση με το οργανωτικό σχέδιο όλου του λόγου. Παράλληλα, ο ομιλητής αγωνιά όχι μόνο για τη συγκρότηση του μηνύματός του αλλά και για το αν αυτό φθάνει με τον κατάλληλο τρόπο στον αποδέκτη του. Επιπλέον, ελλοχεύει και η πιθανότητα απώλειας του δικαιώματος του λόγου.
Αντίθετα,ο συγγραφέας παράγει τον λόγο του μέσα σε αφθονία χρόνου. Γι' αυτό και το γράψιμο είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής. Συχνά παρακολουθεί τους χρόνους της "μεγάλης διάρκειας", τον χρόνο των νόμων και των κανονισμών, των θρησκευτικών κειμένων, της επιστημονικής σκέψης και της λογοτεχνίας. Ο γραπτός λόγος έχει την ιδιότητα να αποκρύπτει τα διαδοχικά στάδια της συγκρότησής του και έτσι ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το τελειωμένο προϊόν, ενώ ο προφορικός λόγος αυτά ακριβώς τα στάδια αποκαλύπτει. Τα δύο "είδη" λόγου, δηλαδή, έχουν "διαφορά φάσης" μεταξύ τους. Η εντέλεια του γραπτού λόγου -σε αντιδιαστολή προς τηνκατάτμηση του προφορικού- είναι συνέπεια της περίσσειας χρόνου. Ο συγγραφέας, απαλλαγμένος από τον φόβο της διακοπής ή άλλων "παρασίτων" που χαρακτηρίζουν την προφορική συνομιλία, έχει όλη την άνεση να συγκεντρώσει πληροφορίες, για να τις "αποθηκεύσει" στο κείμενό του, να το σχεδιάσει με προσοχή, ώστε να είναι συνεκτικό, να το αναθεωρεί σε όλες τις φάσεις της παραγωγής του, ώστε να πετύχει την ολοκλήρωσή του στον επιθυμητό βαθμό, να προσφεύγει σε λεξικά για την καταλληλότερη λέξη και να δοκιμάζει περίπλοκες συντακτικές δομές, με στόχο ένα κείμενο πυκνής διατύπωσης και εκφραστικής στιλπνότητας (Cook 1989).
Ο τρίτος παράγοντας που διαφοροποιεί τις δύο επικοινωνιακές δραστηριότητες είναι η παρουσία του συνομιλητή -απουσία στην περίπτωση του γραπτού λόγου- στην πλειονότητα των χρήσεων του προφορικού λόγου. Ο ομιλητής, σε αντίθεση με τον συγγραφέα (ο οποίος πρέπει να μαντεύει τις αντιδράσεις του αναγνωστικού του κοινού, καθώς στερείται άμεσης ανατροφοδότησης) είναι υποχρεωμένος να ελέγχει διαρκώς τις αντιδράσεις των συνομιλητών του, να μοιράζεται μαζί τους τα ίδια συνομιλιακά συμφραζόμενα και να τροποποιεί "on-line" τον λόγο του, όταν χρειάζεται, για να γίνει πιο κατανοητός και αποτελεσματικός. Αν η παρουσία του συνομιλητή "απειλεί" την απρόσκοπτη ροή του λόγου του τρέχοντος ομιλητή, αφού κάθε συνομιλία είναι και μια διαπραγμάτευση με απρόβλεπτη έκβαση, ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα και εγγύηση για την κατανόηση του λόγου, εγγύηση που ποτέ δεν έχει ένας συγγραφέας, όσο καλά κι αν γνωρίζει το κοινό του (Georgakopoulou & Goutsos 1997).

2. Οι λειτουργίες τους

Από το γεγονός ότι ο γραπτός λόγος είναι λόγος μονής κατεύθυνσης, ενώ ο προφορικός λόγος αμφίδρομος προκύπτει και η διαφορετική κοινωνική λειτουργία τους. Ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος μέσω του οποίου οι ομιλητές συγκροτούν την κοινωνική τους ταυτότητα και παίζουν τους κοινωνικούς τους ρόλους στο πλαίσιο κάθε συνομιλιακής διεπίδρασης, με αποτέλεσμα να θεμελιώνονται και να διατηρούνται (ή να υπονομεύονται) οι διανθρώπινες σχέσεις. Ο προφορικός λόγος δεν είναι μόνον ο λόγος των διακοπών, των επικαλύψεων, των διορθώσεων, των δισταγμών και των παύσεων, των επαναλήψεων και των υστερόχρονων προσθηκών, των στερεότυπων και χωρίς συγκεκριμένη σημασία φράσεων που "καλύπτουν τα κενά της αμηχανίας του ομιλητή". Δεν είναι μόνον ο λόγος της συντακτικής ακαταστασίας και έλλειψης, του πλήθους των υπονοημάτων, της χαλαρής συμπαράθεσης νοημάτων και της "απλοϊκής" δείξης των προσώπων και των πραγμάτων που ανήκουν στο πλαίσιο των συμφραζομένων. Είναι και ο λόγος της φατικής επικοινωνίας, δηλαδή της επικοινωνίας όπου υποχωρεί το κυριολεκτικό νόημά του, για να διευκολυνθεί η γνωριμία των συνομιλητών και να διευρυνθεί η μεταξύ τους οικειότητα. Πάνω απ' όλα, όμως, ο προφορικός λόγος είναι ο κατεξοχήν λόγος της διατύπωσης και διαπραγμάτευσης γνωμών, και της έκφρασης και ανταλλαγής συναισθημάτων, που αποτελούν το θεμέλιο κάθε επικοινωνιακής πράξης.
Ο γραπτός λόγος, αντίθετα, έχει κατεξοχήν "αποθηκευτική" λειτουργία, στηρίζεται δηλαδή στην προγραμματισμένη καταχώριση πληροφοριών μέσα στο κείμενο, πράγμα που διαστέλλει την ανθρώπινη επικοινωνία έξω από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί ο γραπτός λόγος να αποσπάται από τα χωροχρονικά συμφραζόμενα της παραγωγής του και να αποκτά ένα χαρακτήρα αυτονομίας μέσα στη διαδρομή του ιστορικού χρόνου. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της διανομής πληροφοριών, που καταξιώνεται κοινωνικά, επειδή ξεπερνά το "εδώ και τώρα" και γίνεται λόγος της "μεγάλης διάρκειας", ενώ ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της συνομιλιακής διεπίδρασης, ο λόγος του "εδώ και τώρα", λόγος φευγαλέος, λόγος της "μικρής διάρκειας". Εξάλλου, αν ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της διαπροσωπικής επικοινωνίας, ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της κοινωνικής χρησιμότητας. Επιτρέπει στους ακροατές και τους αναγνώστες να βοηθούν τη μνήμη τους καταγράφοντας τις πιο χρήσιμες από τις πληροφορίες που δέχονται και, επιπλέον, επιτρέπει στην κοινωνία ή το έθνος να μην ξεχνούν κείμενα καταστατικού χαρακτήρα και ιστορικής σημασίας (συντάγματα, νόμους, συνθήκες κλπ·Stubbs 1980· Halliday 1985).

3. Οι διαφορές τους στη χρήση της γλώσσας

Παρόλο που οι έρευνες για το ύφος του προφορικού και γραπτού λόγου δεν έχουν καταλήξει σε καθολικά συμπεράσματα για τις γλωσσικές παραμέτρους που το καθορίζουν, μπορούμε να προτείνουμε μια δοκιμαστική περιγραφή των δύο ποικιλιών κλπ. (Brown & Yule 1983· Biber 1986):

α. Προφορικός λόγος

  • Περιλαμβάνει πολλές συντακτικά ατελείς προτάσεις ή ακολουθίες ανολοκλήρωτων φράσεων: κυρία Μ., θα 'θελα/ εεσείς τη γνώμη σας
  • χρησιμοποιεί ευρύτατα την παράταξη και την ασύνδετη συμπαράθεση προτάσεων
  • βρίθει από επαναλήψεις συντακτικών δομών: Ντάξει, όχι καταλαβαίνω ε καταλαβαίνω και τη συγκίνησή σας, γιατί ειν' ένα βιβλίο συ- συγκινητικό
  • προτιμά πολλές φορές την προτασιακή δομήθέμα-σχόλιο (θέμα μιας πρότασης είναι το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της και το σημείο εκκίνησής της σε αντιδιαστολή προς το σχόλιο, που είναι το συστατικό της πρότασης που "λέει κάτι" για το "θέμα") και όχι τη δομή υποκείμενο-κατηγόρημα: η καρέκλα/ να την βάλεις στη θέση της (αντί την καρέκλα να την βάλεις στη θέσητης ή να βάλεις την καρέκλα στη θέση της)
  • περιλαμβάνει πολλές επανεκκινήσεις, που βελτιώνουν προηγούμενες διατυπώσεις: Την/ δε/ την/ τα τέλη του '50 και τ- τα '60 είναι είναι μια εποχή που δεν τη γνωρίζετε καθόλου
  • χαρακτηρίζεται από αφθονία λέξεων ασαφούς σημασίας (γενικευτικών όρων): πράγμα, μέρος, κάποια, κάτι, διάφορα, πολύ κ.ά.
  • είναι διάσπαρτος από "πραγματολογικά μόρια": λίγο, λιγάκι, έτσι, ας πούμε, που λένε, ξέρω 'γω, νομίζω, εε, αα κ.ά.

β. Γραπτός λόγος

  • Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία υποτακτικών συνδέσμων και συνδετών (πάντως, βέβαια, φυσικά, επίσης, λοιπόν, συνεπώς κλπ.)
  • περιλαμβάνει μετακειμενικούς δείκτες, δηλαδή λέξεις που δείχνουν τα μέρη της οργάνωσης του κειμένου, όπως οι όροι μιας απαρίθμησης (πρώτο, δεύτερο, τρίτο...)
  • προτιμά ονοματικές φράσεις, όπου αφθονούν οι προσδιοριστικοί όροι: της προϊσταμένης αρχής, που δεν είναι πάντα πολύ ανοιχτόμυαλη
  • αρέσκεται στην παθητική σύνταξη
  • αρέσκεται στην πρόταξη και την εστίαση σε συστατικά του κατηγορήματος
  • επιλέγει κανονικά την προτασιακή δομή υποκείμενο-κατηγόρημα


 

Επεα πτερόεντα

Δ Μαρωνίτη ( εφημερίδα Το βήμα )
 
Η κόντρα προφορικού και γραπτού λόγου είναι παλιά και εξαρχής αμφιλεγόμενη. Στην αγορά κυκλοφορεί κατά κανόνα υπερτιμημένη η γραφή, υποτιμημένη η προφορά. Η ανισοτιμία αυτή παραπέμπει στο πασίγνωστο λατινικό ρητό: verba volant, scripta manent· όπου υπογραμμίζεται η μακρόβια σταθερότητα του γραπτού λόγου σε σύγκριση προς τη φευγαλέα αστάθεια του προφορικού λόγου. Γιατί τώρα το να πετάς είναι χειρότερο από το να στέκεσαι, παραμένει μάλλον εκκρεμές ερώτημα. Υπήρξαν βεβαιώσεις και αντίστροφες διατιμήσεις οι οποίες επέμειναν: στην προτεραιότητα και στην ποσοτική τουλάχιστον υπεροχή του προφορικού λόγου· στην επικοινωνιακή του αμεσότητα· στον ανυπόκριτο κατά κανόνα και αντιεξουσιαστικό του χαρακτήρα. Αρετές που αντιβάλλονται προς τον δευτερογενή ρόλο της γραφής, προς την εσκεμμένη υπόκρισή της, προς την εργαλειακή της χρήση και κατάχρηση από τους φορείς της θρησκευτικής, πολιτικής και πολιτισμικής εξουσίας. Στη μέση εξάλλου των δύο άκρων εφευρέθηκε, όπως πάντα, και η οδός της καμήλας, αποφεύγοντας την αξιολόγηση και προκρίνοντας την ουδέτερη περιγραφή. Ετσι ο προφορικός λόγος ορίστηκε ως κατεξοχήν εξωστρεφής, η γραφή ως εσωστρεφής· συλλογικός ο πρώτος, εξατομικευμένη η δεύτερη· αναφορικός ο ένας, αυτοαναφορική η άλλη ­ και πάει λέγοντας. Στις μέρες μας πάντως (μοντέρνες ως προχτές και τώρα μεταμοντέρνες) η γραφολογία βρίσκεται στις μεγάλες δόξες της και συχνά εφαρμόζεται ως γραφομανία. Αφότου μάλιστα εκτιμήθηκε ως μάταιη δοκιμή και δοκιμασία κάθε αναζήτηση αναφορικού νοήματος στον ανθρώπινο λόγο, η γραφή αυτονομήθηκε και μυθοποιήθηκε ως καταφύγιο της υποχρεωτικής μας πλέον «ανοησίας»· ένα είδος φυλακής λοιπόν, που φιλοξενεί σκιές και είδωλα της εκφραστικής μας αγωνίας. Το παράδοξο είναι ότι η γραμμένη αυτή αγωνία συχνά προβάλλεται με προκλητική αυταρέσκεια. Τούτο ισχύει προπάντων στη μεταμοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας και της τέχνης, με προβολές όμως και στον γραπτό λόγο των επιστημών του ανθρώπου. Μακρύς πρόλογος για να ανοίξω επιτέλους τα χαρτιά μου, θυμίζοντας την ωφέλιμη συμφιλίωση προφοράς και γραφής στα ομηρικά έπη, που χρόνια τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο της μεταφραστικής και ερμηνευτικής δοκιμής μου. Το θέμα είναι ασφαλώς μεγάλο (άλλο ένα μεγάθεμα των ομηρικών επών!), και εδώ μόνον η ιχνογράφησή του επιτρέπεται. Θεωρείται πλέον δεδομένο και αναμφισβήτητο ότι τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια στηρίχθηκαν σε μακρά προηγούμενη προφορική παράδοση· στην οποία οφείλουν όχι μόνον τον μύθο τους (διαμορφωμένο ήδη και δεσμευτικό ως προς τα βασικά δρώμενά του και τους πρωτεύοντες δρώντες του), αλλά και το πυκνό δίχτυ της αφηγηματικής τους σκευής: μεγαθέματα, θέματα, τυπικές σκηνές, μοτίβα και εκφραστικούς λογοτύπους. Σ' αυτήν ακριβώς την κρίσιμη καμπή της αρχαϊκής επικής ποίησης φαίνεται πως μπήκε στη μέση η γραφή, η οποία, δίχως να καταργήσει, αναμόρφωσε την προηγούμενη προφορική παράδοση σε νοήματα, φόρμες και ιδεολογία. Παρά ταύτα και τα δύο ομηρικά έπη συντήρησαν τον ρυθμό και την ανάσα της προφοράς, σκοπεύοντας στην ακρόασή τους ­ συλλογική μάλιστα, όχι ατομική. Η ακροαματική εξάλλου πρόσληψη της ποίησης (και όχι μόνον) θεωρήθηκε επικοινωνιακός όρος, και όταν αργότερα εγκαταστάθηκε η γραφή ως συνθετικό εργαλείο της ελληνικής γραμματείας. Ετσι ο γραπτός λόγος μετασχηματίστηκε εκ νέου σε προφορικό, και το κύκλωμα «προφορά - γραφή - προφορά» γνώρισε, τουλάχιστον έως τα τέλη της κλασικής εποχής, μεγάλη δόξα, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον ρόλο των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών. Πού τα πάω; Εκτιμώ πως η ποίηση (γενικότερα η λογοτεχνία, και ακόμη πιο γενικά οι επιστήμες του ανθρώπου) ωφελείται από την αναπνοή της προφορικότητας, όταν γράφοντας μιλά και μιλώντας γράφει· υπολογίζοντας κυρίως στην ακρόασή της, ακόμη και μέσω της ατομικής ανάγνωσης. Συμπέρασμα: τα πτερόεντα έπη απελευθερώνουν μάλλον τη γραφή από τις «συντηρητικές» συνήθως φασκιές της.


πηγή
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=118742

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ Κ ΘΕΟΤΟΚΗ

Διαβάστε ολόκληρο το έργο  εδώ




ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μονόγραμμα  Οδυσσέα Ελύτη















ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ` ΑΓΑΠΗΣΕΣ   ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ



ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ  ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
 



 

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ  Γ ΣΕΦΕΡΗΣ



Αθάνατη Αφροδίτη Σαπφώ




Διαβάστε το ερωτικό ποίημα Σάρκινος λόγος – Γιαννης Ριτσος

Τί όμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.


Μαρινα των βραχων – Οδυσσεας Ελυτης

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου
πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ” αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά
του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες
θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες
των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου
άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Σου” λεγα να μετράς
μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι
την αυγή των πραγμάτων
“Η πάλι να γυρνάς
κίτρινους κάμπους
Μ” ένα τριφύλλι φως
στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
“Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ” άρωμα των γυακίνθων
- Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τ
ους κόλπους με τα βότσαλα
“Ηταν εκεί ένα κρύο
αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο
αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ” έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ” όνομά του
“Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
“Ακουσε ο λόγος είναι..
των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης
των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται
από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις
έναν έρωτα
“Εχοντας μια πικρή γεύση
τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις
γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν” αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
“Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους
δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων
με τη χτενισιά της θύελλας
Θ” αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.







Μίλτος Σαχτούρης ερωτικό ποίημα



Τρεις Εραστές, ένα ερωτικό ποίημα που έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης.

Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.
Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας
Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει
Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
  1. Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

ΠΕΝΤΕ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ


ΠΟΙΗΜΑ  ΠΟΥ  ΤΟΥ  ΛΕΙΠΕΙ Η ΧΑΡΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΩΡΗΤΡΙΑ ΠΟΘΟΥ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗΣ
αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι’  ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι’ ευγενικά
     μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό — ιταλικό μου φαίνεται — βάζο με παραστάσεις
      γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου
— αφού το θέλεις —
τη θλίψη του πρασίνου βλέμματός σου
την βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακρυά
      μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ
το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική
η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —
η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό

ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΙΙ
η νύχτα λύσσαξε στο παραθύρι
αυτά είναι — που λεν — του Διοκλητιανού τα παλάτια;
Ακολουθώ τα  ίχνη του βλέμματός σου πάνω στη θάλασσα
οι μυστικές χαρές του σώματός σου είναι ξαπλωμένες
πάνω στα βράχια στο περιγιάλι
ο ήλιος έζωσε μέσα στα μάτια τα πιο ψηλά του κυπαρίσσια
ας προσχωρήσουμε στις μουσικές των τροπικών
τ’ άυλα λόγια πόθου και πίστεως γρηγορούν
Αμαληκίται γρηγορούν
τ’ άλογα που καλπάζουν
τ’ αμάξι άφησε τώρα το δρόμο και προχωρεί στην καρδιά του δάσους
ταχύτης και αδράνεια
κόρη της Αλασίας ωραιοτική
υπερφίαλοι κι’ αλαζόνες και βέβηλοι ερασταί
— όμως ερασταί —
εδώ εγκατεστάθηκαν υδραυλικά πριόνια ανάμεσα στο χώμα
το κόκκινο και το πράσινο των πεύκων
εκεί το τέμενος της Σοφίας
πιο πέρα το γεφύρι το κάστρο η σπηλιά
που ζούμε
τα σώματά μας θα χαθούν θα σβύσουν
από μας θα μείνει μέχρι της συντελείας των αιώνων
αυτό το «σε αγαπώ» που σου ψιθύρισα  στις ώρες μας  τις πιο κρυφές

ΤΟ ΧΕΡΙ
εις Ανδρέαν Εμπειρίκον
ωραίο δίχτυ
που έπλεξεν η
κόρη
η κόρη-τέκτων
ορθή ως
στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τα’ άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ’ Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ’ Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως
ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
είτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελλοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελλοί από έρωτα
— μια νύχτα έρωτος —
μέσα στο
δίχτυ
του Αναπλιού
Η επιστροφή των πουλιών (1946)

Η ΝΕΑ ΛΑΟΥΡΑ
οι τεράστιοι θησαυροί
— για τους οποίους τόσα θρυλούνται —
της πτωχής
περιγιαλούς
κόρης
είναι
τα μόνα
χείλη της
τα μόνα
ηδύγευστα χείλη της
πόσο μου λείπουν και πόσο τα νοσταλγώ
— και τα δοξάζω —
σα βρίσκομαι μακρυά
να περιπλανιέμαι
σε τούτα τ’ άχαρα
τ’ απίστευτα ταξείδια
που κάθε τόσο
επιχειρώ
κι’ όμως πόσο τα χαίρομαι
— και τα δοξάζω —
σα βρίσκομαι
κοντά
της
είναι   η   ζ ω ή
βγαίνει και παίρνει γύρα
σοκάκια
και μαχαλάδες
και με λυγμούς
με φωνάζει
και με ζητά
έλα
μην κάνεις έτσι
είμαστε Έλληνες
συ είσαι
— τι θαύμα! —
μια κόρη
Ελληνίς
όταν κοιμούμαι
τα λουλούδια της αμασχάλης σου
έρχονται
και μου θωπεύουν
όλο το κορμί
και σαν ζωγραφίζω
τότε
έρχονται
τα μάτια σου
τα ωραία
στην άκρια του χρωστήρα μου
και σεργιανίζουν
πάνω
σ’ όλη την επιφάνεια
του μουσαμά
για να ξέρης :
σ’ έχω κάνει αθάνατη
Ελευσίς (1948)

Ν ί κ ο ς  Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς
Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 2004


Ερωτικό Ναπολέων Λαπαθιώτης