Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ Κ Π ΚΑΒΑΦΗΣ

                                                  

                                               


                          Το ποίημα διαβάζει ο ηθοποιός Χρήστος Τσάγκας
                        

       
     
                       Aκούστε το ποίίημα μελοποιημένο από τη Λένα Πλάτωνος    
                            
Ακούστε το ποίημα με μουσική επένδυση της Ελένης Καραίνδρου 


    «Το ποίημα που θα μας απασχολήσει [Περιμένοντας τους Βαρβάρους] είναι από τα πιο γνωστά του Καβάφη. Μάλιστα οι τελευταίοι του στίχοι είναι απελπιστικά γνωστοί. […]. Η πρώτη παρατήρηση που θα είχαμε να κάνουμε είναι ότι όλο το ποίημα διεκπεραιώνεται με τη μορφή του “διαλόγου” — ας τον πούμε προσωρινά έτσι. Ο διάλογος σημειώνεται με παύλα, αλλά μονάχα για το πρόσωπο που ρωτάει. Η απάντηση διαφοροποιείται με την αλλαγή του ρυθμού: ενώ δηλαδή οι ερωτήσεις είναι σε στίχους 15/σύλλαβους ιαμβικούς, πολιτικούς, οι απαντήσεις ακολουθούν σε 12/σύλλαβους ή 13/σύλλαβους, συντομότερους, που με τη στερεότυπη επανάληψη —γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα— δίνουν ένα δραματικό τόνο. Έτσι ο “διάλογος” των προσώπων μετατρέπεται σε διάλογο ρυθμών. Επίσης: Αν έχουν κάποια σημασία οι αριθμοί στην ποίηση, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των στίχων από ερώτηση σε ερώτηση αυξάνεται ως την 4η ερώτηση, που γίνεται με 6 στίχους, και δίνει την πιο πλατιά και λεπτομερή περιγραφή της συγκέντρωσης. Ακολουθεί μια ανάπαυλα με 2 στίχους στην ερώτηση 5, αλλά και στην αντίστοιχη απάντηση, όπου το ποίημα φαίνεται να ακινητεί για μια στιγμή, για να ακολουθήσει η επαυξημένη ερώτηση 6η με 4 στίχους που μιλούν για την ξαφνική ανησυχία. Το συνολικό άθροισμα των στίχων κατά ερωτήσεις και απαντήσεις είναι ανά 18, δηλαδή το ποίημα μοιράζεται εξίσου στα πρόσωπα και ισοζυγίζεται. Χρησιμοποίησα στην αρχή συμβατικά και προσωρινά τον όρο διάλογος. Στην πραγματικότητα όμως ο διάλογος περιορίζεται στο ύφος των προσώπων και δίνει την ανάλογη ένταση στο ποίημα. Κατά τα άλλα ουσιαστικός διάλογος δεν υπάρχει, αλλά έχουμε μια σειρά ερωταποκρίσεις που προωθούν την αφήγηση. Η σχέση της καβαφικής ποίησης με τους αρχαίους “μίμους” είναι ήδη διαπιστωμένη. […].
    Αλλά ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους οι καταλυτικοί στίχοι με την αναδραστική ενέργεια βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος, στα κατοπινά παραδείγματα μετατίθενται προς το κέντρο του και μοιράζουν έτσι το ποίημα σε δύο μέρη που συστοιχούν το πρώτο στα φαινόμενα και το δεύτερο στην ουσία, στο φαίνεσθαι και στο είναι ή στο δοκείν και στο είναι. Η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαίνεται πως είναι ακόμα ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την καβαφική ειρωνεία. Αλλά πιο πολύ μας οδηγεί στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς η σχέση πολιτών- πολιτείας. Άλλωστε και η ιστορική περίοδος, όπου παραπέμπει το ποίημα, χαρακτηρίζεται από τη διάβρωση αυτών των σχέσεων. Η εποχή την οποία χαρακτηρίζουν τα πραγματολογικά δεδομένα είναι πλασμένη κατ’ αναλογίαν προς την εποχή της ρωμαϊκής παρακμής. Πρόκειται δηλαδή για ιστορική σκηνοθεσία. Μ’ άλλα λόγια το ποίημα είναι ψευτοϊστορικό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αλλοτρίωση. Και στα δυο ποιήματα που αναφέραμε, οι “πολίτες” (υπήκοοι για την ακρίβεια) έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους. Η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης έχει εκλείψει. Το ενδιάμεσο κενό, το χάσμα, πάει να καλυφθεί με την προσφυγή σε καταστάσεις που κύριο γνώρισμά τους έχουν τον πολιτικό αμοραλισμό. Στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, σ’ έναν αισθητισμό και αισθησιασμό που στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, στην αναμονή ενός γεγονότος καταλυτικού για την ίδια τους την πολιτεία. Κι όταν ματαιώνεται, πέφτουν σε αθυμία. Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως πίσω από τους δυο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος ξεμυτίζει και μια άλλη απογοήτευση: όχι μόνο γιατί χάθηκε η “μια κάποια λύση”(τι λύση άλλωστε;), αλλά και γιατί μαζί της ματαιώθηκε και η κορύφωση ενός θεάματος που προεικονίστηκε. Αλλά θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπογραμμίσω και μια βασική διαφορά ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και στους ανθρώπους που περιμένουν τους Βαρβάρους. Οι πρώτοι όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κυριαρχούν τελικά μέσα στο ποίημα, ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον αισθητισμό και αισθησιασμό τους — και την αίσθηση του χιούμορ που υπολανθάνει στη στάση τους. Ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους κατέχονται από μια ψυχική φτώχεια, από μια μιζέρια […].»

(Χρ. Μηλιώνης, «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, 35, 1984, σελ. 19-24)

Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/04/blog-post_7960.html#ixzz2MtDqmZNz


O ίδιος ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημά του

   «Στέκοντας που [=δεδομένου ότι] πήρα για σύμβολο τους βαρβάρους, φυσικό είναι να πω για υπάτους και πραίτορας. Ο αυτοκράτωρ, οι συγκλητικοί, και οι ρήτορες δεν είναι αναγκαστικά Ρωμαϊκά πράγματα» (Καβάφης)

    «Το ποίημα υποθέτει μια τέτοια κατάστασι κοινωνική. Κατάστασι δυνατή∙ όχι πιθανή∙ όχι πρόβλεψι δική μου. Η ιδέα μου περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξ άλλου και εις την αισιόδοξη ιδέα μου το ποίημα δεν αντιβαίνει∙ μπορεί να παρθή ως ένα επεισόδιον στην σταδιοδρομία προς το Αγαθόν. Η κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτέλειας, πολιτισμού, κ’ εκνευρισμού [=αποχαύνωσης], όπου, απελπισμένη από την θέσι εις την οποίαν δεν βρίσκει διόρθωσι συμβιβαστική με τον συνειθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρη μια ριζική αλλαγή –να θυσιάση, ν’ αλλάξη, να γυρίση πίσω, ν’ απλοποιήση. (Αυτά είναι οι “Βάρβαροι”.) Πήρε την απόφασί της και χαίρεται και κάμνει τες διάφορες ετοιμασίες (ο αυτοκράτωρ, τα λούσα των υπάτων και των πραιτόρων) και λαμβάνει τα προκαταρκτικά μέσα [=μέτρα;] (η διακοπή της νομοθεσίας των Συγκλητικών). Αλλά σαν έρχεται ο καιρός της εφαρμογής, αίφνης γίνεται δήλον ότι εμελέτησεν μια ουτοπία (το νύχτωμα χωρίς νά’ λθουν οι βάρβαροι), και ότι λόγοι τους οποίους δεν προείδε καθιστούν το σχέδιόν της αδύνατον (οι φθάσαντες απ’ τα σύνορα και λέγοντες ότι “βάρβαροι δεν υπάρχουν πια”). Την καταλαμβάνει μια μεγάλη αθυμία (ο γυρισμός στα σπίτια όλων συλλογισμένων, η ανησυχία)∙ και το ποίημα δεν την παριστάνει μεν ως τελείως απελπισμένην ένεκα της αποτυχίας της προσδοκίας της, αλλά δυσανασχετούσαν δια το τί θα γίνη (“Και τώρα τί θα γένουμε”, “ήταν μια κάποια λύσις” –Να οι βάρβαροι και στον ιδιαίτερο βίο. Όταν κανείς συχνά επιθυμεί να μην έχη γνώσεις, να έχη απλή πίστι, χωρίς ανάγκες, και να ζη την ζωή κανενός απλού και αμαθούς ανθρώπου για τον οποίον τα πράγματα έχουν μια δροσερότητα και την χαρά και το ενδιαφέρον του ανεξιχνιάστου» (Καβάφης)
Πηγή : http://latistor.blogspot.gr/2010/03/blog-post_16.html


Διαβάστε ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις

ερμηνευτική προσέγγιση  1

ερμηνευτική προσέγγιση  2

ερμηνευτική προσέγγιση  3


ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΦΥΛΛΟ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1
Από τα στοιχεία που δίνει το ποίημα σε ποια εποχή ή πόλη νομίζετε ότι διαδραματίζονται τα γεγονότα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2
Το ποίημα διακρίνεται για τη θεατρικότητά του. Να βρείτε τα στοιχεία που τη συνιστούν και να συζητήσετε το αισθητικό τους αποτέλεσμα


ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 3
Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4
Συμφωνείτε με την άποψη ότι το ποιήμα ανήκει στην τεχνοτροπία του συμβολισμού; Αν ναι, ποιες λέξεις λειτουργούν ως σύμβολα και ποιος είναι ο συμβολισμός τους;

 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 5
Κ Π  ΚΑΒΑΦΗΣ
Τα χαρακτηριστικά του
      1    στίχος :   ελεύθερος, ιαμβικός, ανισοσύλλαβος, χωρίς ομοιοκαταληξία, χωρίς επιμέλεια στις   χασμωδίες προσεγμένος στη στίξη και στις παύσεις.
    2   γλώσσα  :  ιδιότυπη, δημοτική με λόγιους τύπους και πολίτικους ιδιωματισμούς, λέξεις αντιποιητικές.

 
   3        θέματα :  από το ιστορικό παρελθόν τους ελληνιστικούς και ρωμαικούς χρόνους πραγματικά    ή  πλαστά.

 
   4        ύφος  : λιτότητα εκφραστικών μέσων             χρήση προσώπων ως σύμβολα

                  λεπτή ειρωνεία                                    υποβλητικότητα


                 πεζολογικός τόνος                       θεατρικότητα, δραματικός χαρακτήρας  
                 στοχαστικό ύφος                                  υπαινικτικός λόγος
                διδακτισμός                                         σαφήνεια, ακριβολογία                     

 
Ποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη εντοπίζετε στο ποίημα;
 

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Η βιογραφία του

http://www.kavafis.gr/


O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 29 Aπριλίου 1863. Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης.
            Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.
            O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.
            H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι). Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της. Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος.
            H Xαρίκλεια έμεινε για δύο σχεδόν χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο ξανά στο Λίβερπουλ. Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας? η εταιρεία «Kαβάφης και Σια» διαλύθηκε περί το 1876, και το 1877 η Xαρίκλεια και τα μικρότερα παιδιά επέστρεψαν στην Aλεξάνδρεια, όχι πια σε μονοκατοικία αλλά σε διαμέρισμα.
            Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Kωνσταντίνος στη Bρετανία, από τα εννέα ώς τα δεκατέσσερά του, εκτός από το ότι πήγε σε σχολείο και ότι παραθέρισε στο Nτόβερ. Γνωρίζουμε όμως ότι στην Aλεξάνδρεια φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Eρμής», όπου έκανε και τους πρώτους του φίλους (τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση), ότι χρησιμοποιούσε τις δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στα δεκαοκτώ του είχε αρχίσει να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό.
            Aυτή η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.
            Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου. Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. «Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.
            Tα περισσότερα αδέλφια του είχαν, εν τω μεταξύ, επιστρέψει στην Aλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια. H Xαρίκλεια και ο Kωνσταντίνος (ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και άρθρα) παρέμειναν στην Kωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. Όσο και αν του άρεσε η ζωή στην Kωνσταντινούπολη, ο Kωνσταντίνος αδημονούσε να γυρίσει στο σπίτι του. H αποζημίωση ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1885 και τον επόμενο μήνα οι Kαβάφηδες επέστρεψαν οριστικά στην Aλεξάνδρεια, αλλά στη θέση του σπιτιού του ο Kωνσταντίνος αντίκρυσε ερείπια. Tον ίδιο μήνα υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, και ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του, κρατώντας μόνον την Eλληνική.
            Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.
            Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902. Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ώς το 1909. Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ώς το θάνατό του.
            H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886. Στις 27 Μαρτίου του ίδιου χρόνου δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν», στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας. Tην ίδια περίπου εποχή, ξεκίνησε μια σειρά από θανάτους που τον σημάδεψαν: τον Aπρίλιο του 1886 πέθανε ο φίλος του Στέφανος Σκυλίτσης, το 1889 ο φίλος του Mικές Pάλλης, το 1891 ο αδελφός του Πέτρος-Iωάννης και ο θείος του Γεώργιος Kαβάφης, το 1896 ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του, το 1900 ο αδελφός του Γεώργιος, το 1902 ο αδελφός του Aριστείδης, το 1905 ο αδελφός του Aλέξανδρος.
            O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο (ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. Tο 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Iωάννη-Kωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Aλέξανδρο στην Aθήνα, όπου και ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Aλέξανδρου. Tο επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, με τον Aλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Aθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.
            Στην Aλεξάνδρεια, ο Kωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Iωάννη-Kωνσταντίνο. Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Kωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Aλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Aγγλική γλώσσα). Mετά τον θάνατο της Xαρίκλειας το 1899, έμεινε με τα δύο αδέλφια του ώς το 1904, οπότε και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος μετακόμισε στο Kάιρο. Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. Tην επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Aίγυπτο. Έτσι ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.
            Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.
            Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”. Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.
            Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου (με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου και τα γραφεία του περιοδικού). To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. H τραχειοτομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»).
            H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού.
            O ποιητής κατέλιπε ένα τακτοποιημένο αρχείο το οποίο πέρασε στην κατοχή του Σαββίδη το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου. Tμήματα του Aρχείου Kαβάφη αξιοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από πολλούς ερευνητές, αλλά οι σημαντικότερες εκδόσεις (πάντοτε από τις εκδόσεις «Ίκαρος») ήταν τα “Aνέκδοτα” (1968) ή “Kρυμμένα” (1992) ποιήματα, με επιμέλεια Σαββίδη, και τα “Aτελή” (1994) ποιήματα, με επιμέλεια Renata Lavagnini, ενώ είχαν προηγηθεί τα “Aποκηρυγμένα” (1983) ποιήματα. Έτσι ολοκληρώθηκε η έκδοση όλων των ποιητικών καταλοίπων του Kαβάφη, που συμπλήρωσαν και φώτισαν το αναγνωρισμένο έργο του, και το 2003 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των “Πεζών” του, με επιμέλεια Mιχάλη Πιερή, ενώ επίκειται η έκδοση των Σχολίων του Kαβάφη στα ποιήματά του, με επιμέλεια Diana Haas.
            Ως προς τη μελέτη του Kαβάφη, αξεπέραστος οδηγός παραμένει ακόμη το πρώτο «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του» που δημοσίευσε ο Στρατής Tσίρκας στην Eπιθεώρηση Tέχνης το 1963, και συμπληρώθηκε από το Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) με επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής», και το O Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη (2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο», ενώ το 2003 εκδόθηκε η Bιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη 1886-2000 του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
            H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον. O Kωνσταντίνος Kαβάφης μπορεί να πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του λάρυγγος στο ελληνικό νοσοκομείο της γενέτειράς του Aλεξάνδρειας τα ξημερώματα των εβδομηκοστών του γενεθλίων, στις 29 Aπριλίου 1933, αλλά ως άνθρωπος είχε τελειωθεί προ πολλού: ο Kωστάκης του Πέτρου-Iωάννη Kαβάφη και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, μέσα από το ανοιχτό μυαλό του, την ευρεία παιδεία του, την μεθοδική εργασία και την δύναμη και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, είχε γίνει ο ποιητής K.Π. Kαβάφης. Tα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου.



http://www.kavafis.gr/

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑ ΗΘΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ


   0ι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες πάλι που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επάνω τους. Είναι ευμετάβλητοι και γρήγορα χορταίνουν με κείνα που επιθύμησαν, και γι' αυτό, ενώ  δοκιμάζουν σφοδρές επιθυμίες, πολύ γρήγορα αδιαφορούν. Επειδή η θέλησή τους, ενώ είναι έντονη δεν είναι ταυτόχρονα και μεγάλη - όπως συμβαίνει στον άρρωστο με την πείνα και με τη δίψα. Έχουν ροπή προς την οργή, παραφέρονται εύκολα και ακολουθούν εκείνο που αποφάσισαν πάνω στο θυμό τους, χωρίς να μπορούν να συγκρατηθούν. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δεν δέχονται την περιφρόνηση και αγανακτούν όταν νομίζουν πως αδικούνται. Αγαπούν τις τιμές κι ακόμα πιο πολύ τη νίκη, επειδή τα νιάτα θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής. Αγαπούν αυτά τα δύο πιο πολύ παρά το χρήμα ή -καλύτερα- δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα ολότελα, επειδή ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει τι θα πει φτώχεια

Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Είναι γεμάτοι ελπίδες, κι αυτό συμβαίνει επειδή η φύση τούς έχει προικίσει με κάποιο είδος θέρμης, σαν εκείνη που νιώθουν αυτοί που έχουνε πιει πολύ κρασί. Αλλά η ιδιότητά ".ους αυτή οφείλεται και στο ότι δεν έχουν δοκιμάσει πολλές αποτυχίες. Ζούνε κυρίως με την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το μέλλον ενώ η ανάμνηση είναι παρελθόν. Και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο ενώ το παρελθόν μικρό. Αλήθεια, στην αρχή της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάμνηση, ενώ όλες οι ελπίδες επιτρέπονται. Και γι' αυτό το λόγο εύκολα εξαπατώνται, επειδή και εύκολα σχηματίζουν ελπίδες. Και επειδή ρέπουν προς την οργή και προς την ελπίδα, είναι γενναίοι επειδή η μια ιδιότητά τους συντελεί στο να μη φοβούνται, ενώ η άλλη τους δίνει θάρρος. Αλήθεια, κανένας δεν φοβάται όταν είναι θυμωμένος, ενώ η ελπίδα της επιτυχίας μας κάνει θαρραλέους. Είναι ντροπαλοί, επειδή ξέρουν μόνο εκείνα που έχουν διδαχθεί σύμφωνα με τους νόμους και δεν υποθέτουν πως υπάρχουν κι άλλα ευχάριστα πράγματα. Είναι μεγαλόψυχοι, επειδή δεν τους ταπείνωσε ακόμα ο αγώνας της ζωής, ούτε δοκίμασαν ανάγκες. Εξάλλου όποιος πιστεύει πως είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων είναι και μεγαλόψυχος. Αυτό όμως το πιστεύουν όσοι έχουν πολλές ελπίδες.
Προτιμούν να κάνουν ό,τι τους φαίνεται ωραίο παρά ό,τι τους συμφέρει, επειδή οι πράξεις τους υπαγορεύονται πιο πολύ από την καρδιά παρά από τον ψυχρό υπολογισμό· κι ενώ αυτός λογαριάζει το συμφέρον, η αρετή λογαριάζει το ωραίο. Οι νέοι αγαπούν τους φίλους τους και τους συντρόφους τους πιο πολύ, παρά όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία, και τούτο, επειδή νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση να ζουν μαζί με τους άλλους και ακόμα δεν έχουν αρχίσει να σχηματίζουν κρίσεις με βάση το συμφέρον τους για κανένα πράγμα, λοιπόν ούτε και για τους φίλους τους. Όλα τα σφάλματά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν το λόγο του Χίλωνα (μηδέν άγαν). Αλήθεια, υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει και για όλες τις πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα κι ανακατεύονται στα πάντα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία. Αισθάνονται εύκολα οίκτο, επειδή θεωρούν όλους τους ανθρώπους απλούς και ενάρετους. Αλήθεια, κρίνουν τους άλλους με τη δική τους αθωότητα και γι' αυτό πιστεύουν ότι, κάτι που παθαίνει κάποιος άλλος, δεν αξίζει να το πάθει. Αγαπούν τα γέλια και γι' αυτό τους αρέσουν τα πειράγματα, όπου με ευγένεια στρέφονται κατά των άλλων.[...]
                                                 Αριστοτέλης, «Ρητορική» Μετάφραση: Ηλίας Ηλιού


Ερωτήσεις
       1. Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει ο Αριστοτέλης στους νέους και με ποια επιχειρήματα τα αιτιολογεί; Συμφωνείτε με τις παρατηρήσεις του;

       2.  Να επιλέξετε δυο χαρακτηριστικά των νέων -από αυτά που τους αποδίδει ο Αριστοτέλης- και να τα αναπτύξετε με αιτιολόγηση

       3.  Πώς κρίνετε τη στάση του Αριστοτέλη απέναντι στους νέους; Είναι επιεικής μαζί τους ή επικριτικός;

      4  Οι νέοι είναι ευκολόπιστοι. Πώς εκδηλώνεται αυτό το χαρακτηριστικό τους και πού μπορεί να οδηγήσει;

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Μανόλης Ανδρόνικος


   Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.
   Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω κι αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.
   Πρώτα- πρώτα το σχήμα «νέος - ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο,  ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και
ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεων τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό κι επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής γεωλογίας.
   Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις κατακτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα: την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;
   Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλιότερων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια.
   Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις κατακτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες.  έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να
έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.
   Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι.   όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απληστία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων ,  αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως
η πείρα του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου «δεν τόλπιζα ναν η ζωή μέγα καλό και πρώτο». Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους εκλεκτούς συντρόφους μας



Ερωτήσεις
1 Σε ποιες κατηγορίες χωρίζει τους ώριμους ανθρώπους ο συγγραφέας όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στους νέους; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε στάσης και ποιο το κοινό τους στοιχείο; Γιατί θεωρεί και τις δύο στάσεις ανεπαρκείς απέναντι στα προβλήματα των νέων ανθρώπων;
2 Ποια στάση θεωρεί ο συγγραφέας ως την πιο ενδεδειγμένη απέναντι στους νέους; Με ποιες προυποθέσεις μπορεί να υλοποιηθεί η στάση αυτή;
3 Σε ποιους ανθρώπους και γιατί ο συγγραφέας διακρίνει μια ιδιαίτερη ικανότητα, άρα και ευθύνη, να προσφέρουν βοήθεια στους νέους;
4 « Ίσως τους γλιτώσουμε…..πιο εκλεκτούς συντρόφους μας. » Πιστεύετε πως η εμπειρία των μεγαλύτερων αποτελεί εφαλτήριο για να οργανώσουν οι νέοι τη ζωή τους ή χρειάζεται να περιπλανηθούν οι ίδιοι μόνοι τους μέχρι να φτάσουν στην ωριμότητά τους ( με ο,τι συνεπάγεται αυτή η περιπλάνηση );





ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εφήβων μαθητών
του Γυμνασίου και του Λυκείου
 Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου
Θεολόγου Καθηγητού
Διδάκτορος Πανεπιστημίου Αθηνών
με ειδίκευσησε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής  συμβουλευτικής
Υπευθύνου Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας
                          
            Ο μαθητής Γυμνασίου και του Λυκείου, είναι ένας μικρομέγαλος, που βρίσκεται στην περίοδο της εφηβείας. Η εφηβεία που είναι μια μεταβατική φάση ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικίωση είναι μια από τις πιο κρίσιμες και της πιο περίπλοκες περιόδους της ζωής του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια της σημειώνονται ραγδαίες μεταβολές στο σώμα του, στο νοητικό, στο συναισθηματικό και τον κοινωνικό τομέα της ζωής του νεαρού μαθητή. Ταυτόχρονα ο νέος προσπαθεί για πρώτη φορά στη ζωή του να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα.
Οι σωματικές μεταβολές, είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των μαθητών μας, όπως δυσκολίες στη δυνατότητα συγκέντρωσης τους. Η εφηβεία είναι περίοδος εσωτερικού αναβρασμού και συναισθηματικής αναστάτωσης. Συχνά στους εφήβους παρατηρούνται τρομερές μεταπτώσεις. Άλλοτε είναι χαρούμενοι και εύθυμοι και άλλοτε δύσθυμοι και μελαγχολικοί.
Σε καταστάσεις κρίσης, όπως διάλυση της οικογένειας, αλλαγή σχολείου, κάποια σοβαρή ασθένεια αντιμετωπίζουν δυσκολότερα τα συναισθήματα τους. Γι’ αυτό το λόγο οι έφηβοι μαθητές της χρειάζονται τους παιδαγωγούς, αυτούς που οδηγούν το παιδί όπως λέει και η λέξη, γονείς και καθηγητές για να βοηθηθούν ώστε να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους και να προσαρμοστούν στους καινούριους τους ρόλους.
 Τόσο η αδιαφορία όσο και το αντίθετο η υπερπροστατευτικότητα, η συνεχής παρέμβαση των παιδαγωγών (γονιών και καθηγητών) είναι συμπεριφορές που πρέπει να αποφεύγονται.
Για να δώσω ένα παράδειγμα. Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου βιώνουν έντονα το στάδιο της προσαρμογής, ιδίως αυτή την εποχή. Τα διαγωνίσματα τους προκαλούν ένα μικροπανικό τον οποίο σας τον μεταφέρουν και σε εσάς. Εδώ χρειάζεται η διακριτική παρέμβαση του παιδαγωγού. Να τους βοηθήσετε να καταστρώσουν ένα πρόγραμμα μελέτης. Να αποκλείσουν τις κακές συνήθειες όπως η τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια κάθε είδους και να στρωθούν στη μελέτη. Θα τους καθοδηγήσετε να φτιάξουν ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα χωρίς υπερβολές.
 Η εκ μέρους των παιδαγωγών κατανόηση των ψυχολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις σχέσεις μαθητών καθηγητών, θα τους βοηθήσει να είναι ωριμότεροι στο έργο της καθοδήγησής τους. Υπάρχουν ψυχικές αντιδράσεις και συμπεριφορές των εφήβων, που έχουν αντίκτυπο στη σχέση τους με τους καθηγητές. Για παράδειγμα η αμφιθυμία των εφήβων απέναντι στους καθηγητές, η οποία αποτελεί συνήθη αντανάκλαση της σχέσης τους με τους γονείς. Έτσι ο ίδιος ο μαθητής την μια στιγμή θαυμάζει τον καθηγητή του και την άλλη τον αμφισβητεί και του επιτίθεται.
Οι καθηγητές γίνονται συχνά αντικείμενο θαυμασμού. Οι έφηβοι δεν τρέφουν μόνο αισθήματα θαυμασμού για τον καθηγητή «αυθεντία» αλλά ταυτόχρονα και αμφισβήτηση και ζήλια. Ο θαυμασμός, που συνυπάρχει με τη ζήλια, τους κάνει να προσπαθούν να βρουν ψεγάδια στον εκπαιδευτικό, για να τον κάνουν να νιώσει δύσκολα, έτσι όπως νιώθουν και οι ίδιοι πολλές φορές. Γι’ αυτό και εμείς οι καθηγητές που γνωρίζουμε όλα αυτά δεν παίρνουμε προσωπικά είτε το θαυμασμό είτε την αμφισβήτηση των εφήβων, αλλά κατανοούμε τη βαθύτερη ερμηνεία των στάσεων και συμπεριφορών των μαθητών τους. Αρκεί βέβαια οι έφηβοι μας να μην ξεπερνούν κάποια όρια ευπρέπειας και σεβασμού που απαιτείται στο χώρο του Σχολείου.
Στον γνωστικό τομέα ο έφηβος αρχίζει και κατανοεί αφηρημένες ιδέες, έχει κρίση και άποψη και εμείς οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί καμαρώνουμε γι΄ αυτό. Ο Αμερικανός ψυχολόγος David Elkind στη μελέτη του «Εγωκεντρισμός στην εφηβεία» περιγράφει τρία συνήθη εγωκεντρικά σφάλματα (γνωστικές αδυναμίες) που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας:
 α) Η αδυναμία του εφήβου να διακρίνει ανάμεσα στην παροδική-περιστασιακή και στη σταθερή-μόνιμη σκέψη. Π.χ. οι έφηβοι αν έχουν κάποια φορά γελοιοποιηθεί ενώπιον των άλλων (παροδικό-περιστασιακό) είναι πεπεισμένοι ότι όλοι θα θυμούνται το περιστατικό αυτό εις βάρος τους για πάντα (σταθερό-μόνιμο).
β) Η δεύτερη γνωστική αδυναμία του εφήβου είναι η αδυναμία να διακρίνει ανάμεσα στο αντικειμενικό και στο υποκειμενικό. Οι έφηβοι εκδηλώνουν έντονη και διαρκή ενασχόληση με το σώμα τους, τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους και μερικές φορές νομίζουν ότι και οι άλλοι γύρω τους συμμερίζονται αυτές τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους. Είναι η πίστη σ’ ένα φανταστικό ακροατήριο, σύμφωνα με την οποία μερικοί έφηβοι νομίζουν ότι οι άλλοι τους παρακολουθούν συνεχώς και τους κρίνουν για ό,τι κάνουν. Άλλοτε τους επιδοκιμάζουν και άλλοτε είναι εχθρικοί απέναντι τους. Μ’ αυτό τον τρόπο οι έφηβοι συγχέουν το περιεχόμενο της δικής τους σκέψης και τα αισθήματά τους με  τις σκέψεις και τα αισθήματα των άλλων, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς και τη συμπεριφορά τους.
 γ) Η τρίτη γνωστική αδυναμία είναι η ανικανότητα του εφήβου να διαφοροποιήσει το ατομικό από το γενικό.  Οι έφηβοι συχνά πιστεύουν ότι αυτά που νιώθουν ή ο τρόπος που σκέφτονται είναι μοναδικός. Ο έφηβος πιστεύει ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να νιώσει όπως αυτός. Αυτός είναι ο προσωπικός μύθος, που μπορεί να κάνει τον έφηβο να πιστεύει ότι, εφόσον είναι μοναδικό-ξεχωριστό άτομο, οι κανόνες που ισχύουν για τους άλλους δεν ισχύουν για τον ίδιο. Για παράδειγμα ένας έφηβος πιστεύει ότι με μισή ώρα μπορεί να καταφέρει όσοι οι άλλοι με 5 ώρες μελέτης. Επίσης ότι έχει γράψει τέλεια σε όλα τα διαγωνίσματα και φυσικά για ένα ανεξήγητο λόγο όλοι οι καθηγητές τον έχουν αδικήσει.
Υπάρχει όμως και η άλλη άκρη. Ο μύθος άλλοθι ότι εγώ όσο και αν προσπαθήσω δεν τα καταφέρνω. Φταίνε οι δυνατότητες μου, η μνήμη, η κληρονομικότητα μου ή και κάτι άλλο. Ο έφηβος δηλαδή που πιστεύει ότι δεν τα καταφέρνει όσο και αν προσπαθήσει και επομένως γιατί να διαβάσει αφού δεν θα πάρει βαθμό. Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε γιατί υπάρχουν και οι μαθησιακές δυσκολίες (συνεργασία με φιλολόγους και ειδικούς παιδαγωγούς). Πέρα από αυτό όμως μπορεί να χρειάζεται να βοηθήσουμε το παιδί να βγάλει την κακή εικόνα από μέσα του και να προσπαθήσει από την αρχή. (Βλ. φυλλάδιο για τη μελέτη). Να το ενθαρρύνουμε καθηγητές και γονείς να δει ότι οι αποτυχίες του δεν πρέπει να τον κάνουν να αισθάνεται ένας άχρηστος, ένας αποτυχημένος.
Η εφηβική ηλικία είναι η κατεξοχήν περίοδος της ανάπτυξης του κοινωνικού αισθήματος. Το άτομο διαμορφώνει την προσωπική και την κοινωνική του ταυτότητα σε μια αμφίδρομη διαδικασία μεταξύ αυτού και του περιβάλλοντος του. Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του αφιερώνει ο έφηβος για να αναδειχθεί και να βρει αναγνώριση από τους άλλους. Όταν οι νέοι αισθάνονται τη βιολογική τους ολοκλήρωση να πλησιάζει αρχίζουν να συνειδητοποιούν και την ανάγκη για ανεξαρτητοποίησή τους από τους γονείς και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η έντονη αυτή τάση του εφήβου για αυτονομία και αυτοδιαχείριση γίνεται συχνά αίτιο προστριβών μεταξύ γονέων και παιδιού αλλά και μεταξύ καθηγητών μαθητών.
 Οι περισσότεροι έφηβοι δεν επιθυμούν να τους μεταχειρίζονται οι άλλοι σαν να είναι μικρά παιδιά. Έχουν ανάγκη από κάποια βαθμό ανεξαρτησίας και θέλουν για αρκετά θέματα να αποφασίζουν μόνοι τους. Αυτό συχνά δημιουργεί προστριβές με τους γονείς κυρίως σε θέματα ντυσίματος, ωρών επιστροφής στο σπίτι κ.α.
Στη φάση της προσπάθειας ανεξαρτητοποίησης τους οι έφηβοι αρχίζουν να ανιχνεύουν τους εαυτούς τους σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν ποιοι είναι, από πού έρχονται και που πάνε στο μέλλον Από τη μια η πρόσφατη παιδική προσωπικότητα τους από την άλλη οι νέες βιολογικές τους ορμές και οι νέοι κοινωνικοί ρόλοι που καλούνται να επωμισθούν (χωρίς καλά καλά να τους έχουν αποσαφηνίσει) τους δημιουργούν μια πολύ έντονη εσωτερική σύγκρουση, που μπορεί να έχει τη μορφή μιας παροδικής μελαγχολίας, η οποία δεν πρέπει να μας ανησυχήσει. Είναι η λύπη για την ξενοιασιά και την παιδική ηλικία που τελείωσε και τις ευθύνες που ακολουθούν. Είναι εντελώς φυσιολογική και παροδική.
Από την άλλη ο έφηβος περνάει  μια κρίση προκειμένου να διαμορφώσει την ταυτότητα του Εγώ του, αφού εμείς οι μεγάλοι για μερικά θέματα τον θεωρούμε παιδί και για άλλα μεγάλο. Έτσι και ο ίδιος είναι μπερδεμένος και δεν έχει αποφασίσει ποιο ρόλο από τους δυο να κρατήσει. Οι έφηβοι νιώθουν μετέωροι ανάμεσα στο παιδικό και ανέμελο παρελθόν και το επόμενο βήμα που είναι η ενηλικίωση. Βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη ενδοψυχική σύγκρουση ανάμεσα στην αυτονομία και την εξάρτηση. Η κοινωνία απαιτεί από αυτούς να αρχίσουν να προετοιμάζονται για τους νέους ρόλους τους. Με το ένα πόδι στο σταθερό και δοκιμασμένο κόσμο της παιδικής ηλικίας, αρχίζουν να δοκιμάζουν τους διάφορους ρόλους των ενηλίκων μέχρι να βρουν αυτόν που τους ταιριάζει.
Δείγμα ψυχικής υγείας είναι η επιθυμία του νέου να συνάψει φιλίες. Οι ομάδες των συνομηλίκων (που ενδεχομένως κάποιες φορές να εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους) αποτελούν απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη των σχέσεων των εφήβων και την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Η ομάδα των συνομηλίκων ενισχύει την ανεξαρτησία, εκπληρώνει την ανάγκη της ταυτότητας και της αναγνώρισης, προσφέρει ευκαιρίες για επιτυχίες και παρέχει στον έφηβο την ευκαιρία να παίξει μια ποικιλία ρόλων που προσδιορίζουν την ιδιότητα του ενηλίκου.
Ο κύκλος των φίλων που δημιουργούν οι έφηβοι αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία ως σύστημα υποστηρικτικό. Από την άλλη πρέπει η συμμόρφωση των νέων προς τους συνομηλίκους του να προσέξουμε να μη φθάνει στα όρια της δουλικής συμμόρφωσης και υποταγής στην ομάδα των συνομηλίκων.

            Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσω ότι η πειθαρχία στα παιδιά δεν πρέπει να συγχέεται με την τιμωρία και την καταπίεση. Είναι λάθος κάποιοι γονείς να αρνούνται τη θέσπιση ορίων στο όνομα της δήθεν αντιαυταρχικής ιδεολογίας τους. Η οριοθέτηση για τους εφήβους μαθητές σημαίνει σταθερότητα και συνέπεια συναισθηματική, ενώ τους δίνουμε το μήνυμα ότι τους εμπιστευόμαστε, αφού τους θεωρούμε ικανούς για την ανάληψη των ευθυνών των πράξεων τους.
            Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι σε κάποιες περιπτώσεις αυστηροί και άκαμπτοι και σε κάποιες άλλες ευέλικτοι. Πότε το ένα και πότε το άλλο. Χρειάζεται αυτό που έλεγαν οι έλληνες σοφοί διάκριση για να καταλαβαίνουν πότε τα παιδιά χρειάζονται το ένα και πότε το άλλο. Παιδιά και έφηβοι έχουν ανάγκη την αγάπη μας που θα εκδηλώνονται πότε με έπαινο και ενίσχυση και πότε με έλεγχο και καθοδήγηση. Η χαλαρότητα εκ μέρους μας και η μεγάλη επιτρεπτικότητα μπορεί να δώσουν το μήνυμα της αδιαφορίας. Μια υπερβολική αυστηρότητα και επιβολή μπορεί να διαμορφώσουν εξαρτημένες, ανελεύθερες και χωρίς υπευθυνότητα προσωπικότητες, που θα έχουν πρόβλημα συνύπαρξης στο μέλλον.
            Γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουμε να κρατούμε την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και την πειθαρχία, ώστε να κερδίσουμε το κύρος και την πειθώ στους μαθητές μας. Θα ασκούμε έλεγχο (με τακτ) αλλά θα ενθαρρύνουμε ταυτόχρονα και δεν θα εξουθενώνουμε τον έφηβο. Με λίγα λόγια θα προσπαθούμε να έχουμε επικοινωνία. Κυρίως να μην ξεχνάμε ότι σε συνεργασία γονείς, καθηγητές με τους μαθητές μπορούμε να μετατρέψουμε το Σχολείο σε ένα χώρο χαρούμενης και δημιουργικής μάθησης.


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ

 O ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

    Ως διάλογο στο μάθημα εννοούμε την μεταξύ των μαθητών ή μεταξύ των μαθητών και τού διδάσκοντος ανταλλαγή απόψεων, γνωμών, θέσεων, για τον έλεγχο των πληροφοριών, που έχουν μπροστά τους, με στόχο την διευκρίνιση καταστάσεων, την ανίχνευση εννοιών και αξιών και, τελικά, μέσα από ενδεχόμενες απορρίψεις, τροποποιήσεις, συμφωνίες και λογικά επιχειρήματα, την κατάληξη σε συμπεράσματα επί τού αντικειμένου τού μαθήματος. “Ταυτόχρονα ,ο διάλογος μεταξύ των μαθητών και του εκπαιδευτικού είναι ένα υπαρξιακό γεγονός στην επικοινωνία των ανθρώπων
    Ο διάλογος στο μάθημα δεν είναι μόνον ένας κατ’ εξοχήν τύπος διδασκαλίας, αλλά είναι ακόμη ένας θεμελιώδης τύπος τής μορφωτικής διαδικασίας στην Τάξη, είναι μια πηγή πνευματικής δύναμης. Γι’ αυτό και η διδακτική πράξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιεί, μόνον ως μέσον, τον διάλογο στο μάθημα . Ο διάλογος στο μάθημα είναι, ταυτοχρόνως, σκοπός και μέσον τής μόρφωσης, και γι’ αυτό έχει θεμελιώδη σημασία τόσο για την μόρφωση τών μαθητών, όσο και για την κοινωνική και ψυχολογική τους ανάπτυξη .
   Με την καλλιέργεια τού διαλόγου στο μάθημα, o μαθητής μαθαίνει ο ίδιος να προβληματίζεται και να σκέπτεται με τον δικό του τρόπο, μαθαίνει να στέκεται σοβαρά απέναντι στο αντικείμενο, να σέβεται τις γνώμες τών συνομιλητών του και να τις αντιμετωπίζει κριτικά και διερευνητικά, να αντικρούει υπεύθυνα και με λογικά επιχειρήματα εκείνες, με τις οποίες διαφωνεί, αποκτά την ικανότητα να δίνει απαντήσεις και να υποβάλλει ερωτήσεις, συνηθίζει να ακούει προσεκτικά τον συνομιλητή του, διαπαιδαγωγείται στο να ισορροπεί και να αυτοελέγχει αυθόρμητες εξωτερικεύσεις του, μαθαίνει να σκέπτεται ήρεμα και να μην χάνει τον στόχο μέσα στην πορεία τού διαλόγου, δημιουργεί τους δικούς του διανοητικούς ορίζοντες και, με γόνιμο τρόπο, καταλήγει στις δικές του απόψεις για το αντικείμενο και για την νέα γνώση.΄Ετσι, με τον διάλογο στο μάθημα, καλλιεργείται μια μορφωτική διαδικασία στην Τάξη, που συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη τής ελεύθερης προσωπικότητας του μαθητή και στην πνευματική του ανάπτυξη.
    Ο διάλογος στο μάθημα, στην εφαρμογή του μέσα στην Τάξη, απoτελεί, πρώτα-πρώτα, μια εξαιρετική ευκαιρία, για να αναπτυχθεί μια ζεστή και ανθρώπινη ατμόσφαιρα μεταξύ των μαθητών, αλλά και μεταξύ των μαθητών και του διδάσκοντος .΄
   Επειτα, ο διάλογος στο μάθημα υποβοηθεί στην ζωντανή αλληλοσυναίνεση των διαλεγομένων απέναντι στο πρόβλημα, συντείνει στην στάθμιση και εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, νομιμοποιεί την αμφισβήτηση τού αυτονόητου και των επιφανειακών απόψεων, προωθεί την γόνιμη ανταλλαγή συλλογισμών με στόχο την αμοιβαία κατανόηση διαφόρων προσπαθειών διερεύνησης και λύσης, διευκολύνει στην αποκάλυψη κρυμμένων νοητικών διεργασιών και συνηθίζει τους μαθητές, μέσα από αξιόπιστες προσπάθειες,να συνδιαλέγονται και να κατανοούνται μεταξύ τους.
   ΄Ετσι, αξιοποιούνται οι πνευματικές δυνατότητες και οι εμπειρίες των συνομιλητών, βιώνεται η αξία τού διαλόγου, ο οποίος οδηγεί στην ανακάλυψη τής νέας γνώσης και προωθεί την επικοινωνία και την ανθρώπινη συνάντηση. Παράλληλα, συνειδητοποιείται από τους συνομιλητές, ότι στην διερεύνηση ή λύση τού προβλήματος ή στην ανίχνευση και προσέγγιση καταστάσεων και προβλημάτων ή στην ανακάλυψη τού καινούριου όλοι συνεισέφεραν. Και η συνειδητοποίηση αυτού τού γεγονότος από τους μαθητές επιδρά θετικά στην κοινωνική τους διαπαιδαγώγηση, τους βοηθεί να αποκτήσουν αυτογνωσία και τους διευκολύνει να υπερβούν ελαττώματα, όπως αλαζονεία, κοινωνική παθητικότητα, κενούς εγωισμούς ή να αποφύγουν εύκολες απογοητεύσεις, δηλαδή τους κάνει, ψυχολογικά και κοινωνικά, ισορροπημένα άτομα .
    Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί μέσα στην Τάξη η φυσική μορφή τού διαλόγου. Και τούτο, κυρίως, επειδή ο διάλογος στο μάθημα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος και αδέσμευτος από την πρόθεση για μάθηση και για διδασκαλία. Αυτή η πρόθεση, εξ άλλου, δεν μπορεί να υλοποιηθεί ούτε μόνο μέσα από την διάλεξη και την μετωπική διδασκαλία, ούτε μόνο μέσα από τον διάλογο.
   ΄Αν, όμως, ο Εκπαιδευτικός λάβει σοβαρά υπ’ όψη του, πως, ό,τι έχει ο άνθρωπος επεξεργασθεί με τον διάλογο είναι στερεωμένο στην μνήμη του και στην συνείδησή του ισχυρότερα απ’ ό,τι με την μετωπική διδασκαλία(διάλεξη), τότε είναι βέβαιο, ότι ο ίδιος θα καλλιεργεί με φροντίδα τον διάλογο στο μάθημα, σε κάθε κατάλληλη στιγμή.
Ο διάλογος στο μάθημα, αν και πολυπλοκότερος, είναι διεξοδικότερος και πιο αποτελεσματικός από την διάλεξη (μετωπική διδασκαλία), ενεργοποιεί δε τον ακροατή περισσότερο από ό,τι η μετωπική διδασκαλία. Εξ άλλου, η μετωπική διδασκαλία μόνο φαινομενικά μπορεί να εγγυάται μια λογικότερη και συντομότερη πορεία, ενώ αυτή περιορίζει τον συμμετέχοντα στον ρόλο τού παθητικού δέκτη νέων πληροφοριών.
Είναι, βέβαια, αυτονόητο, ότι δεν πρέπει για όλα και πάντοτε να αναπτύσσουμε διάλογο! Και τούτο, επειδή, όπως και σε κάθε ανθρώπινη συζήτηση, έτσι και στον διάλογο στο μάθημα, υπάρχουν όρια, τα οποία καθορίζονται τόσο από την κατάσταση τού μαθήματος, όσο και από την ωριμότητα και το τάλαντο των μαθητών.
     Ταυτόχρονα, όμως , δεν πρέπει να υπερεκτιμάμε τις δυνατότητες τής μετωπικής διδασκαλίας και να περιορίζουμε υπερβολικά την καλλιέργεια τού διαλόγου, διότι μία Εκπαίδευση, η οποία την διάλεξη και τις δυνατότητές της υπερεκτιμά, ενώ τον διάλογο ελάχιστα εξασκεί, προσεγγίζει μια πνευματική δικτατορία.»
    Πάντοτε, λοιπόν, εκεί όπου είναι δυνατόν από την διδακτέα ύλη, από την ωριμότητα των μαθητών και από την κατάσταση τής στιγμής, θα έπρεπε να ψάχνουμε αφετηρίες για διάλογο.΄Ετσι, μπορεί να ξεκινήσει ένας αληθινός διάλογος στο μάθημα, που θα πηγάζει από τις ανάγκες εκείνης τής στιγμής, έστω και αν μέχρι τότε το μάθημα παρεδίδετο με μετωπική διδασκαλία . Εξ άλλου, τις φάσεις τού ομιλείν ακολουθούν φάσεις συλλογισμού(σκέψης) και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον Max Richard, ο λόγος είναι η άλλη όψη τής σιωπής και η σιωπή είναι η άλλη όψη τού λόγου : « Ο λόγος ήλθε από την σιωπή ,από τον πληθωρισμό της σιωπής... . Ο λόγος, ο οποίος από την σιωπή γεννάται , είναι δια της σιωπής η οποία προηγείται, ως δια μιας εντολής νομιμοποιημένος .



 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ , ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ
ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

     Για να ευδοκιμήσει μια συζήτηση μεταξύ τών μαθητών ή μεταξύ τών μαθητών και τού Εκπαιδευτικού, πρέπει αυτή να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρώτα-πρώτα στον διάλογο στο μάθημα απαιτείται να έχει εξασφαλισθή η βασική ισοτιμία τών διαλεγομένων.12 O μαθητής , που συμμετέχει στον διάλογο ομιλώντας, υποχρεώνεται σε έξοδο από την σιγουριά μιας ακίνδυνης ανωνυμίας, εκτίθεται σε κριτική και ενδεχομένως σε αμφισβήτηση, τολμά την απόρριψη.
   Επομένως, για να αποκτήσει την διάθεση για εξωτερίκευση, έχει πρωταρχικώς ανάγκη από ένα κλίμα στην Τάξη, που θα εξασφαλίζει την ισοτιμία τών διαλεγομένων, την εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια μεταξύ τών συνομιλητών. ΄Ο,που αυτό το κλίμα απουσιάζει –και η έλλειψη εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας είναι δυστυχώς γνώρισμα τής παρούσας συμβίωσης τών ανθρώπων13-, εκεί παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία για να πείσουμε τους μαθητές να πάρουν τον λόγο και να συμμετάσχουν στον διάλογο.
   Αντιθέτως, η εξασφάλιση αυτού τού κλίματος τής ισοτιμίας, τής εμπιστοσύνης και τής ειλικρίνειας μεταξύ τών διαλεγομένων, διευκολύνει την συμμετοχή στον διάλογο και βοηθεί τους μαθητές να δημιουργήσουν στην Τάξη μια πραγματικά εξερευνητική και μορφωτική ατμόσφαιρα, η οποία οδηγεί στην ανακάλυψη τού καινούριου και στην νέα γνώση.
    Στον διάλογο στο μάθημα, ο διδάσκων εκτιμά τους μαθητές του ως αυτόνομες και ανεξάρτητες προσωπικότητες, δεν καταπνίγει, με την αρνητική κριτική του ή με ειρωνεία, την ανεπιτήδευτη σκέψη του μαθητή, αλλά παίρνει στα σοβαρά αυτό, που εκφράζει ο μαθητής, σαν να πρόκειται για μια προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα και για μια προσωπική μαρτυρία τοή μαθητή: δεν επιχειρεί ο διδάσκων να επιβάλει την γνώμη του, αλλά την θέτει υπό την κρίση των μαθητών. ΄Ετσι, οικοδομείται η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, η ισοτιμία κι ο σεβασμός τού διδάσκοντος προς τους μαθητές, διαπαιδαγωγούνται οι ίδιοι οι μαθητές σε παρόμοια στάση απέναντι στους συμμαθητές τους, καλλιεργείται το έδαφος ώστε ο μαθητής να εκφράζεται ελεύθερα και αβίαστα, να λέει, δηλαδή, την γνώμη του και να υποβάλλει τις ερωτήσεις του χωρίς αναστολή, ακόμη και όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με την γνώμη τού διδάσκοντος.
    Μόνιμη φροντίδα τού διδάσκοντος είναι, να δημιουργείται στην Τάξη μια ζεστή και ανθρώπινη ατμόσφαιρα, να εξασφαλίζεται η ανυποκρισία τού ενός προς τον άλλον, και η πειθαρχημένη ετοιμότητα, να ακούει προσεκτικά ο ένας τον άλλον.
     Ο διάλογος μπορεί να αποτύχει, αν κάποιος δεν ακούει με προσοχή και υπομονή εκείνο, που ο άλλος λέει. Και τούτο επειδή, σ΄ αυτήν την περίπτωση, οι τοποθετήσεις τών διαλεγομένων δεν είναι γνήσιες, μια και αυτές δεν πηγάζουν από μια γνησίως ανθρώπινη επαφή, επομένως δεν οδηγούν σε γνήσιες αντιπαραθέσεις, σε έγκυρες απορρίψεις ή αποδοχές απόψεων, αλλά αποδεικνύονται κενές περιεχομένου και μοιάζουν με συρραφή μονολόγων. ΄Όταν οι μαθητές συμμετέχουν στον διάλογο, ακούοντας προσεκτικά εκείνο, το οποίο ο άλλος λέει, τότε ο κάθε συνομιλητής επιδρά εναλλακτικά στον άλλον για την καλλίτερη αντιμετώπιση τού θέματος, συγχρόνως δε ο ίδιος είναι ανοικτός και πρόθυμος στο να δεχθεί επιδράσεις από τους συνομιλητές του. Έτσι, ο κάθε μαθητής-συνομιλητής, εφ’ όσον ακούει και ακούεται και εφ’ όσον έχει ανεπτυγμένη την ικανότητα εναλλαγής των ρόλων τού ακροατή και τού ομιλητή, προκαλεί ερεθίσματα και περιμένει, διορθώνει και διορθώνεται, γίνεται εναλλακτικά ενεργητικός και δεκτικός.
    Η διακριτικότητα και η επιφυλακτικότητα τού διδάσκοντος στις παρεμβάσεις του, ο μετρημένος τόνος της ομιλίας του και η στέρεη κατοχή απ’ αυτόν τής διδακτέας ύλης είναι στοιχεία, τα οποία προαπαιτούνται για να κυλήσει ο διάλογος στο μάθημα ομαλά, με αξιώσεις και με δυνατότητες επιτυχίας. Ο διδάσκων, ο οποίος κατέχει καλά την διδακτέα ύλη, είναι σε θέση να κάμει τις κατάλληλες προσεκτικές κινήσεις, τις κατάλληλες επιφυλακτικές παρεμβάσεις, για να βοηθήσει τους μαθητές να στραφούν, με τις δικές τους πνευματικές δυνάμεις, σε σωστούς δρόμους λύσης, είναι σε θέση να οδηγήσει τους μαθητές σε διανοητικούς συνδυασμούς και στην σύνοψη συμπερασμάτων, που οδηγούν στον σκοπό, που έχει τεθεί απ’ αρχής.

                                                                                      Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
                                              Μία Κοινωνική, Παιδαγωγική και Διδακτική προσέγγιση

                                                                  Άγγελου Λιβαθινού και Διονυσίας Μωραΐτη