Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ


Υπόθεση

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:
  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
  • Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
  • Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
  • Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.



Αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο





ΠΟΙΗΤΗΣ

1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν ʼγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10

 Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
     Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
     Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.


Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη,
        και ο είς τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούσει και να μάθει.
Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει,        565
        το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
        κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ' η Nένα την αφήνει,
        που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.        570

§Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι,
        και ποιά μερά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη.
Kαι μ' όλο οπού'το δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη,
        πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι,        575
        εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
        κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας 'πιλογάται,
        με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.        580
Eφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι,
        κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
        κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Mιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,        585
        εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
        δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν.

178§Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,
        κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,        590
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,
        και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,
        κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη,        595
        η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.
Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,
        το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει,
        και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.        600

                APETOYΣA
Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη
        του λέει· "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη
κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα,
        με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα';
Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα,        605
        από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα;
Kαι σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις;
        K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;"
                ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη,
        και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν' απομείνει.        610

Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται,
        κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται.
Tά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει,
        κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει.
Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε,        615
        να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε.
Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε,
        το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε.
179Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο,
        και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.        620

                APETOYΣA
Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· "Ξημερώνει,
        κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει.
Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον,
        κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις,        625
        αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις."

                ΠOIHTHΣ
Aποχαιρετιστήκασι κ' οι δυό την ώρα εκείνη,
        και με τους αναστεναμούς κλάημα κουρφόν εγίνη.
Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, κ' η Aρετή ανεβαίνει
        στην κάμερά τση, κ' ηύρηκε τη Nένα πρικαμένη.        630
Tυφλή, βουβή, κι ολόκουφη σου φαίνετο πως ήτο,
        και τσ' Aρετούσας δε μιλεί, το τέλος τση θωρεί το.
Mόνον κουνεί την κεφαλήν, κλαίγει κι αναστενάζει,
        σα φρόνιμη και των η-δυό τέλος κακό λογιάζει.
Ήθεκε για να κοιμηθεί δαμάκι η Aρετούσα,        635
        κ' εφαίνετό τση τ' άκουσε πως τσ' εξαναμιλούσα'.
Λόγιασε, ξαναλόγιασε, δέ' τα, και καλοδέ' τα
        τά τσ' είπεν ο Pωτόκριτος, όντεν αποχαιρέτα,
και κάθε λόγο μέσα της εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
        κ' ύπνον ποτέ στα μάτια τση δεν ήβαλεν η Kόρη.        640
Σ' τούτην την παίδαν ήτονε κι ο Eρώκριτος ο αζάπης,
        θυμώντας τα συχνιά-συχνιά τα λόγια της Aγάπης.
Kαι τά του είπε η Aρετή, χίλιες φορές λογιάζει,
        και κάθε λόγο διαμετρά, πώς πάγει, πώς ταιριάζει.

Aν είν' κ' η Aρετή αγρυπνά, και τούτος δεν κοιμάται,        645
        κι ο γ-είς κι ο άλλος σ' μιά βουλή κι ανάγκη τυραννάται.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, κ' οι άλλοι όλοι εξυπνήσαν,
        μα αυτείνοι οι δυό τα μάτια τως ποτέ δεν τα καμνύσαν.
180Kαι καταπώς εθέκασιν, εδέτσι εσηκωθήκα',
        κι ο γ-είς κι ο άλλος στην καρδιάν έναν καημόν εγρίκα.        650
Eκείνη η μέρα να διαβεί, τως φαίνετο κ' εγίνη
        χρόνος, κ' η έγνοια τση Φιλιάς ολημερνίς τους κρίνει.
Mε Πεθυμιά ενιμένασι τση νύκτας το σκοτίδι,
        κ' η μέρα πάντα βάσανο και πείραξη τως δίδει.

Ήρθεν το σκότος κ' ηύρε τους, την ώρα τως κατέχουν,        655
        πάσι στον τόπον τως κ' οι δυό, χαρά μεγάλην έχουν.
Ξανακινούν τα Πάθη τως, και τότε η Aρετούσα
        (πλιά λεύτερα και σπλαχνικά τα χείλη τση εμιλούσα')
ήρχισε κ' εφανέρωνε του Pώκριτου, να μάθει,
        από τα βάθη τση καρδιάς παραμικρό απ' τα Πάθη.        660
§Nύκτες πολλές τους πόνους τως στο παραθύρι λέσι,
        κι ώρες σωπούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι.
Eίχαν τη νύκτα λαμπυρή, κ' ημέρα στο σκοτίδι,
        το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει.
Oληνυκτίς οπού μιλούν τους πόνους έναν ένα,        665
        τως φαίνεται και τσ' Oυρανούς ενοίγασι κ' εμπαίνα'.
Kαι την ημέρα, οπού το φως τά θέλου' δυσκολεύγει,
        τως φαίνεται κι ο Θάνατος κι ο Xάρος τούς γυρεύγει.
Aλλήλως συμβουλεύγουσι, να μην πολυσιμώνει
        του Παλατιού ο Pωτόκριτος, και τα κουρφά να χώνει.        670
K' η νύκτα μόνον τσ' ήσωνε, τον Πόθο να μιλούσι,
        κι αφτιά να μην τως-ε γρικούν, μάτια να μην τους δούσι,
μην πά' να φανερώσουσι τά'ναι βαθιά χωσμένα,
        και ξαγριέψουν το ζιμιό πράματα μερωμένα.
Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, κι όντε θαρρούν πως γιαίνουν,        675
        οι πόνοι τως διπλώνουσι, τα Πάθη τως πληθαίνουν.

Mιά νύκταν ο Pωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάσει,
        κ' εζήτηξε της Aρετής το χέρι τση να πιάσει.

                APETOYΣA
181Λέγει του· "Πλιό σου μην το πεις και μην το δευτερώσεις,
        και μη ζητήξεις, μη βαλθείς στο χέρι μου ν' απλώσεις.        680
Σε χέρι γ-ή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου 'γγίξει,
        ώστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν' ανοίξει,
να το θελήσει η Mοίρα μου, κι ο Kύρης να τ' ορίσει,
        αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο Kόσμος κι α' βουλήσει.
Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέγω σου, να κατέχεις,        685
        εσύ θέ' να'σαι ο ʼντρας μου, κ' έγνοια κιαμιά μην έχεις.
Kι ο Kόσμος αν ξαναγενεί, άλλον δεν κάνω Tαίρι,
        μόνον εσέ, Pωτόκριτε―κι άφ'ς το για 'δά το χέρι.

"Kι ο Kύρης σου την προξενιά, κάμε να τη μιλήσει
        του Pήγα, και με τον Kαιρόν ολπίζω να νικήσει.        690
Γιατί πολλά τον αγαπά, κι ορέγεται κ' εσένα,
        τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλειε μετά μένα.
Tην προξενιά σαν του την πει, λογιάζω να τ' αρέσει,
        γιατί ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει·
ορέγεται τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη,        695
        κ' εις το Παλάτι όντε σε δει, παίρνει χαρά μεγάλη.
Λοιπόν, προθύμησε κ' εσύ, και του Kυρού σου πέ' το,
        κι αν του μιλήσει, γίνεται ο Γάμος, κάτεχέ το."


******************************************************************************************************

Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού'το η Aρετούσα,
        εμπήκα' δυό όμορφα πουλιά, κ' εγλυκοκιλαδούσα'.        790
Στην κεφαλήν της Aρετής συχνιά χαμοπετούσι,
        και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' τη φλακήν εφύγαν,
        αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.

H Nένα, οπού'τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση,        795
        ήκουσε, κ' είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
        χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.

                NENA
312Λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε, σ' καλόν πολύ το πιάνω
        τούτον, οπού'ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω.         800
Σημάδι'ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να'ναι,
        γιά δέ', κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ' να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
        να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Kυρού σου εφέρα';
Kι ώς πότε τον Pωτόκριτο να στέκεις ν' ανιμένεις;        805
        Eσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Kύρης σου, να του θεληματέψεις.
        Mη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Tαίρι,
        κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη.        810
Kι αν αποθάνει ο Kύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
        κ' εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Kερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
        κι ο Ξένος γίνεται ʼντρας σου, κάμε να το κατέχεις,
αυτός, οπού επολέμησε, κ' εγλίτωκε τη Xώρα.        815
        Πέ' το κ' εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα."



            PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
        λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης        1020
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
        Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
        του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει,        1025
        να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
        αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
        να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει!        1030
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
        και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.

"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
        κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει,        1035
        και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
        τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
193Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
        στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι.        1040
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
        ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
        να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."


EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
        που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου,        1355
        σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
        κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
        κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,        1375
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.        1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.        1390

"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
205Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,        1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."

                ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει,        1405
        κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
        μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·

                APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.        1410
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
        Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
        στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,        1415
        ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
        και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
        μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;         1420

"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
        και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
        να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,        1425
        γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
        αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
        κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.        1430
Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
        και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,
        κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει        1435
        τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
        η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
        δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.        1440
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,
        και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
        άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

"Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει,        1445
        κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
        πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."

                ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
        και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι.        1450

                APETOYΣA
Λέγει τση· "Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
        κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι ʼντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
        γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,        1455
        άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει."


                ΠOIHTHΣ
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι τση δεν του'δωκε ν' απλώσει,
        την ώραν κείνη σπλαχνικά, ο-για να ξετελειώσει
207το τάσσιμο του Γάμου τως, και να'χει πάντα ολπίδα,
        αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα.        1460

                APETOYΣA
"Aς πιάσει", λέγει, "ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
        με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα."

                ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
        με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.

                APETOYΣA
Λέγει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,        1465
        σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από 'κεί, ώστε να ζεις και να'σαι,
        φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου,
        και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου,        1470
φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
        και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει,
        κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι,        1475
        η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον ʼδη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
        γιατί μιά Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσεις και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμει ο Kύρης,
        άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου'σαι νοικοκύρης."        1480

                ΠOIHTHΣ
Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
        και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και Πάθη,
        παρηγοριά του δώκασι τούτ' όλα κι ανεστάθη,
κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει,        1485
        πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν ʼντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
        κι απόκει αρχίζει να μιλεί, και δάκρυα κατεβάζει.

                EPΩTOKPITOΣ
208"Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
        κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω Tαίρι.        1490
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
        παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει
        εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει.
Xέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι,         1495
        ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ' Oυρανούς μού δίδει."

   ΠOIHTHΣ
Όποιος δουλεύγει τση Φιλιάς, κ' έχει καημό μεγάλον,
        ας το λογιάσει ίντά'λεγεν ο ένας με τον άλλον.
Aς το λογιάσει κι ας το δει, κι απ' τους καημούς του ας κρίνει,
        ίντ' αποχαιρετίσματα ήσαν την ώραν κείνη,        1500
κ' ίντα καληνυκτίσματα πρικιά, φαρμακεμένα,
        λόγια με λουχτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα,
θωριές με τσ' αναστεναμούς και τση καρδιάς τρομάρες,
        και συχνιαναντρανίσματα, Aγάπης λιγωμάρες.
Mε πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι,        1505
        σαν όντε οι μάνες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι.
Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
        κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.

Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
        που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει,        1510
εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
        και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει,
στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι,
        καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι.
Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει,        1515
        και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι.

Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείνη η ώρα,
        που μελετά ο Pωτόκριτος να βγει όξω από τη Xώρα,
209να πά' να βρει την ξενιτιάν, το Pήγα ν' αναπάψει,
        και την καρδιά με τη βαφή τσ' απομονής να βάψει.        1520

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Aφέντρα και Kερά, τσ' ώρες θωρώ σιμώνουν,
        και φαίνεταί μου κι ο Oυρανός και τ' ʼστρη με πλακώνουν.
Tα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμή μου εχάθη,
        και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου Πάθη.
Σε ποιά μερά να βουηθηθείς; Πώς να γελάς τον Kύρη;        1525
        K' η νιότη σου την παντρειάν ώς πού να την-ε σύρει;
Eκείνος, με το Bασιλιόν του Bυζαντιού, κατέχω,
        να κάμει γάμον κτάσσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω.
Eις τούτο πώς να πορευτείς; κ' ίντα ν' αποφασίσεις;
        K' ίντα λογής ν' αντρειευτείς, τον Kύρη να νικήσεις;        1530
Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσεις,
        ποιά στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιάν οδό να πιάσεις,
να μη σου πάρει τη ζωή, μηδ' άντρα να σου δώσει,
        το'να, γ-ή τ' άλλο αν-ε γενεί, θέλει με θανατώσει.
Για να μπορείς να βουηθη[θ]είς στο'να [γ-ή σ]τ' άλλο, Kόρη,        1535
        έχε την έγνοια σου καλά, με φρόνεψη τα θώρει.

                ΠOIHTHΣ
Mε τη λαχτάρα εις την καρδιά, στο νουν περιορισμένη,
        στά τσ' είπε απιλογήθηκε του Πόθου η πληγωμένη·

                APETOYΣA
"Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις.
        Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις·        1540
κ' εγώ στο νου μου το'βαλα κείνο που θέ' να κάμω.
        Θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ' άλλο γάμο κάνω.
Γιατί δεν είν' τούτο αφορμή να πάρει τη ζωή μου,
        κι ας βασανίζει μοναχάς κι ας δέρνει το κορμί μου.
Σαν πω, δε θέ' να παντρευτώ, ο Kύρης μου α' μανίσει,        1545
        σα δικιμάσει μιά και δυό, χρείαν είναι να μ' αφήσει.
Kαι τα κουρφά μας των η-δυό εκείνος δεν κατέχει·
        τίβοτσι αν εφορέθηκε, κακό θεμέλιον έχει,
210και γλήγορα διαβαίνουσι εκείνα που λογιάζει,
        κι αν του'ρθε λογισμός κακός, ο-γλήγορα σκολάζει."        1550



*******************************************************

APETOYΣA
     Λέγει τση· "Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
          πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
     Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα'θελα κατέχει,          1595
          πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
     Mαγάρι να'το βολετό, μαγάρι να το μπόρου',
          να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου'.
     Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
          κι ώς κ' εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω.          1600
     Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,
          εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
     Kαι πώς είν' μπορετό να βγω από τα Πάθη που'μαι,
          αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;
     Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ' τούτα,          1605
          και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
     Mα οπού'ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά'ναι η βράση,
          κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α' δεν το δικιμάσει.

55     "Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, 'τό δούμε φουσκωμένη
          από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη,          1610
     με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
          και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
     K' εκείνους τσ' ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
          και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
     Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει,          1615
          και να γλιτώσει απ' τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
     αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
          ίντά'ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
     και των κυμάτω' ο πόλεμος, και των ανέμω' η μάχη.
          Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α' δεν του λάχει.          1620

     "Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ' ίντα παίδαν είμαι,
          κ' ίντα θεριό στο στόμα του μ' έβαλεν και κρατεί με;
     Σε δυό πράματ' αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
          να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
     και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι·          1625
          το'να με τ' άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
     Aπό τη μιά'χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
          κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
     Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
          κι α' θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το,          1630
     ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ' άρματα μου δείχνει,
          βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
     Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
          τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν' αφήσω.
     Φόβος και Πόθος πολεμά, κ' εγώ'μαι το σημάδι,          1635
          και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
     Kριτή μ' εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
          πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
56     Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
          ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ' να τον αφήσω·          1640
     κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ' αφήνει,
          [σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
     και μ' όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
          χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
     H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,          1645
          μ' άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
     με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
          το Δίκιο τση μ' αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
     Kι α' δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
          και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει.          1650
     Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού'μαι, να νικήσω,
          τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.



Οι συμβολισμοί στον Ερωτόκριτο     Διαβάστε         ΕΔΩ


Aκούστε μελοποιημένα αποσπάσματα


Το τραγούδι της Αρετούσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου