Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Η ΦΟΝΙΣΣΑ


ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ  ΕΔΩ    







Η «Φόνισσα» ως αντικοινωνικό μυθιστόρημα

* Ο Παπαδιαμάντης προσπαθεί να δείξει με το μυθιστόρημά του το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή, προκοινωνική συνθήκη

  |ΤΟ ΒΗΜΑ    Σάββατο 30 Μαρτίου 2002


  
Ενα από τα γνωρίσματα της κλασικής λογοτεχνίας είναι η ασυμβατότητα ηθικής συνείδησης και δημιουργικής φαντασίας και ενδεχομένως αυτό το γνώρισμα είναι ένας από τους λόγους που καθιστά τη Φόνισσα όχι μόνο ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα αλλά και από τα πιο πολυσυζητημένα πεζογραφικά κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας. Η Φόνισσα προκάλεσε αρκετές προσεγγίσεις αυτοβιογραφικές, ψυχαναλυτικές, ηθικές, αφηγηματολογικές και κοινωνιολογικές, ένδειξη της πολυσημίας ή της αμφισημίας του παπαδιαμαντικού κειμένου. Ενα από τα στοιχεία που συμβάλλουν σε αυτόν τον ερμηνευτικό πλουραλισμό είναι και ο υπότιτλός του «κοινωνικό μυθιστόρημα». Η χρήση αυτού του υποτίτλου θέτει το ερώτημα του πώς εννοεί το κοινωνικό μυθιστόρημα ο Παπαδιαμάντης, γιατί χαρακτηρίζει το κείμενό του με αυτόν τον τρόπο και πώς αυτός ο χαρακτηρισμός συνάδει με την αφηγηματική του δομή. Είναι, εντέλει, η Φραγκογιαννού ένας εωσφορικός χαρακτήρας ή μια κοινωνική ανατροπέας και μια πρώιμη υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών;
Η Φόνισσα είναι μια αφήγηση αναδρομική και αυτό το χαρακτηριστικό συνδέει τον αφηγηματικό της τρόπο με το κοινωνικό όραμα που εκφράζει. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αντιεξελικτικό που υποβάλλει την άποψη ότι η κοινωνική «πρόοδος» οδηγεί μόνο στην ανισότητα και κατ' επέκταση στο έγκλημα. Ως εκ τούτου, η λύση έγκειται στην επιστροφή σε μια αρχέγονη, φυσική κατάσταση και τους αντίστοιχους νόμους της φύσης. Τούτο δεν σημαίνει ότι η βία ή η ανισότητα θα εξαφανιστούν αλλά προϋποθέτει ότι οι φυσικοί νόμοι είναι προτιμότεροι από τους κοινωνικούς. Το κοινωνικό σύστημα που διαγράφεται στο μυθιστόρημα διαιωνίζει την ανισότητα και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον παραπέμπει στην επιστροφή στο αρχέγονο παρελθόν.
Ο Παπαδιαμάντης υπονοεί ότι η κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της και η μόνη διέξοδος είναι ένα είδος δαρβινικής φυσικής επιλογής. Δεν νομίζω ωστόσο ότι αφετηρία του είναι η δαρβινική θεωρία με την οποία μπορεί να ήταν εξοικειωμένος αλλά η απογοήτευσή του από τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του, που καταλήγουν στη γυναικεία ανισότητα και στις οικογενειακές αντιθέσεις, ωθώντας όμως τον Παπαδιαμάντη όχι στο να επιδιώξει την κοινωνική αλλαγή αλλά την απόσυρση στο παρελθόν. Στο μυθιστόρημα διακρίνει κανείς τη νοσταλγία για ένα προκοινωνικό στάδιο εγγύτερα στη φύση ενώ η νοσταλγία για τις απαρχές εκφράζεται μέσω της αφηγηματικής αναδίπλωσης και του αναστοχασμού.
Η Φόνισσα, όπως και άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκτυλίσσεται σε μια κοινωνία μεταβατική και αντιμέτωπη με τις αστικές και εκσυγχρονιστικές τάσεις. Ο Παπαδιαμάντης δεν κάνει κάποια πρόταση κοινωνικής αναμόρφωσης γιατί η λύση για αυτόν δεν βρίσκεται στο μέλλον αλλά στο παρελθόν, στην επιστροφή σε μια οργανική, φυσική και προκοινωνική κατάσταση. Αυτή η άποψη όμως υποβάλλεται χωρίς να εκφράζεται ρητά στη Φόνισσα. Με τους φόνους η Φραγκογιαννού προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω, να εμποδίσει τα θύματά της να εισέλθουν στην κοινωνία.
Η αντίθεση που εκφράζεται στο μυθιστόρημα προς ορισμένους κοινωνικούς θεσμούς συνδεόμενους με την κεντρική διοίκηση, όπως η αστυνομία και η φορολογία, που εκλαμβάνεται ως υποκατάστατο της ληστείας, υποδηλώνει κάποια προτίμηση προς μορφές τοπικής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα κάποια κλίση προς το παραδοσιακό και το τοπικό παρά προς το νεωτερικό και το αστικό, που με τη σειρά της παραπέμπει στην αντίθεση φύσης και πολιτισμού.
Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη προσδίδοντας στη φύση απελευθερωτικό και καθαρτικό ρόλο την πριμοδοτεί σε σχέση με τον πολιτισμό. Η Φραγκογιαννού πιστεύει ότι μέσω της φυσικής επιλογής η κοινωνική ανισότητα και η ανθρώπινη αδυναμία θα αντιμετωπιστούν και θα εξαλειφθούν. Με τη σειρά της η ίδια καταφεύγει στη φύση ενώ ο θάνατός της στη θάλασσα μπορεί αλληγορικά να θεωρηθεί ότι έχει καθαρτικό χαρακτήρα, συνιστώντας ένα είδος απορρόφησης στη φύση.
Το τέλος του μυθιστορήματος έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως και ορισμένοι είδαν στον «φυσικό» θάνατο της Φραγκογιαννούς μια μορφή αναβάπτισης ή αναγέννησης. Αυτές οι ερμηνείες μπορούν να ενταχθούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στη φύση και τιμωρείται από τη φύση, που συμβολίζει συνάμα την ελευθερία και τη λύτρωση. Ηθική και δικαιοσύνη δεν εκφράζονται από την κοινωνία αλλά από τη φύση που ταυτίζεται με τον Θεό. Το τέλος της αφήγησης υπηρετεί δηλαδή τον γενικότερο σκοπό της που είναι η αναδρομή στο παρελθόν, στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και τελικά στην αγνότητα της φύσεως. Η παλίρροια του νερού, αναγκαία για έναν πειστικό θάνατο, υποδηλώνει επίσης τη ρυθμική επανάληψη που περιλαμβάνει την περιοδική κάθαρση με την εμβάπτιση στο νερό και την αναγέννηση. Ακόμη και με τον τρόπο που κλείνει το μυθιστόρημα υπογραμμίζεται η αναδρομική υφή της αφήγησης.
Ο Παπαδιαμάντης γενικά προσπαθεί να δείξει με το μυθιστόρημά του το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή, προκοινωνική συνθήκη μέσα από την ιδέα της αναδρομής που κυριαρχεί στο κείμενο. Με τους θανάτους των κοριτσιών προκαλεί ένα ισχυρό ταρακούνημα στην κοινωνία, ενώ η βουκολική νοσταλγία για την ειδυλλιακότητα του παρελθόντος, που συναντούμε σε άλλα του διηγήματα, μετασχηματίζεται εδώ σε μια συγκλονιστική αναγνώριση των βίαιων και απελευθερωτικών δυνάμεων που συνυπάρχουν στη φύση.
Με αυτά τα δεδομένα η Φόνισσα μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικοινωνικό μυθιστόρημα καθώς προσβλέπει στην επιστροφή σε ένα προκοινωνικό και φυσικό στάδιο, ενώ παράλληλα υιοθετεί την ιδέα της ανακύκλησης και της επιστροφής ως αφηγηματικό της τρόπο, δείχνοντας έτσι πόσο στενά συλλειτουργούν το ιδεολογικό με το αφηγηματικό στοιχείο. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τον αντικοινωνικό αναχωρητισμό του Παπαδιαμάντη, δεν μπορεί όμως να μην παραδεχτεί το πόσο αριστοτεχνικά συνθέτει το μυθιστόρημά του, ώστε αφήγηση και ιδεολογία να αλληλοεξυπηρετούνται.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.






Η Φόνισσα είναι το δεύτερο εκτενές διήγημα (νουβέλα) του Παπαδιαμάντη και θεωρείται από πολλούς το αριστούργημα του. Αποτελείται από 17 κεφάλαια και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903 έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητας του Παπαδιαμάντη, της επονομαζόμενης ρεαλιστικής περιόδου του και περικλείει τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Το έργο, πέρα από τον επιφανειακό μύθο κρύβει έναν βαθύ κοινωνικό προβληματισμό που δικαιολογεί τον υπότιτλό του. Ο Παπαδιαμάντης με τη Φόνισσα θέλει να παρουσιάσει το πρόβλημα της θέσης και της μοίρας των γυναικών της υπαίθρου στην εποχή του. Έχοντας σαν φόντο την κοινωνία του νησιού του μας δίνει πολλά κοινωνικά και ηθογραφικά στοιχεία της Σκιάθου και κατ’ επέκταση της ελληνικής υπαίθρου. Όμως ο χαρακτήρας του έργου είναι κυρίως ψυχογραφικός: Ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τις πράξεις της Φραγκογιαννούς, μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας και επιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη της ψυχής της, δίνοντάς μας αριστουργηματικά το χαρακτήρα της και το περιβάλλον μέσα στον οποίο αυτός διαμορφώθηκε.
Στην αρχή του διηγήματος, η ηρωίδα του έργου, η θεία Χαδούλα (Φραγκογιαννού), μια εξηντάχρονη γυναίκα ξενυχτά δίπλα στη νεογέννητη εγγονή της, η οποία είναι βαριά άρρωστη. Η γριά καθώς φροντίζει την εγγονή της, ανατρέχει στο παρελθόν της και συνειδητοποιεί ότι σε όλη τη ζωή της υπηρετούσε τους άλλους: «Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της - καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ· ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της· ὅταν τὰ τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της.» Η Φραγκογιαννού είναι η κλασσική γυναίκα - θύμα της ανδροκρατούμενης ελληνικής υπαίθρου. Ο γάμος της ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των γονιών της, η προίκα της ήταν λίγη, ενώ ο αδελφός της ευνοήθηκε στο μοίρασμα της γονεϊκής περιουσίας. Η θέση της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη. Οι γονείς δεν ήθελαν να αποκτούν κορίτσια, τα οποία θεωρούσαν βάρος, επειδή έπρεπε να τα προικίσουν. Τα κορίτσια μόνο βάσανα θα έφερναν σε μια οικογένεια. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να μην γεννιούνται καν. «Ἔτσι τοῦ 'ρχεται τ’ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!...» Αυτή η σκέψη έρχεται συνέχεια στο μυαλό της Φραγκογιαννούς, όμως και η ίδια στην αρχή δεν πίστευε ότι θα ήταν ικανή να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα. Αρχίζει να αναρωτιέται αν μια τέτοια πράξη θα ήταν θεάρεστη, αφού θα απήλλασσε τα μικρά κορίτσια και τις οικογένειές τους από πολλά βάσανα. Και έτσι φτάνει στην τρέλα και στο έγκλημα: «Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση». Κανένας δεν την υποπτεύθηκε γιατί το βρέφος ήταν άρρωστο βαριά, όμως η Φραγκογιαννού ένιωθε πολλές τύψεις. Πήγε στο ερημοκλήσι του Αϊ - Γιάννη, και ζητά ένα σημείο απ’ τον Άγιο ότι εγκρίνει το φόνο που έκανε. Φεύγοντας από εκεί περνά από το σπίτι του Περιβολά, όπου βρίσκει τις δύο κόρες του μόνες. Πιστεύει πως αυτό είναι σημάδι από τον Άγιο ότι επικροτεί τις πράξεις της. Ακολουθεί ο πνιγμός των δύο κοριτσιών του Περιβολά. Και πάλι δεν τραβά τις υποψίες, δείχνοντας μεγάλη ψυχραιμία και ευστροφία. Στη συνέχεια η Φραγκογιαννού γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού ατυχήματος: ένα μικρό κορίτσι πέφτει στο πηγάδι, και η ηρωίδα δεν κάνει κάτι για να το βοηθήσει. Πιστεύει ότι ήταν θέλημα Θεού να πεθάνει για να απαλλάξει από κόπους την οικογένειά της. Αν και δεν ευθύνεται γι’ αυτό τον πνιγμό, η παρουσία της στους τόπους των θανάτων αρχίζει να στρέφει τις υποψίες στο πρόσωπό της. Όταν η αστυνομία την αναζητά για να την ανακρίνει, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να φυγοδικήσει. Κατά την αγωνιώδη καταδίωξή της διαπράττει ένα ακόμα έγκλημα και κατευθύνεται προς τον Άγιο - Σώστη, το ερημητήριο του γέροντα παπά - Ακάκιου, για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της και για να βρει τρόπο διαφυγής από το νησί. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο εκκλησάκι μπαίνει στον στενόμακρο κόλπο που τον περιστοιχίζει, όταν η παλίρροια ανεβαίνει. Βρισκόταν μόνο μερικά βήματα μακριά από το σκοπό της. «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.»
Η Φόνισσα είναι ένα δυνατό ψυχογραφικό έργο. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφοντας την ψυχολογική εκτροπή της Φραγκογιαννούς καταγγέλλει πρωτίστως την κοινωνική αδικία, που έκανε τη γριά Χαδούλα θύμα και ταυτόχρονα θύτη. Ο συγγραφέας αποφεύγει να κρίνει ανοιχτά την ηρωίδα του. Δεν την οδηγεί στη σύλληψη, την καταδίκη και την τιμωρία, αλλά τα αποτρόπαια εγκλήματά της δεν του επιτρέπουν να την αφήσει ατιμώρητη ή να της δοθεί άφεση αμαρτιών στον Άγιο Σώστη. Γι’ αυτό και τη βάζει να πεθαίνει μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης και μάλιστα από πνιγμό, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σκότωνε τα θύματά της. Σχετικά με την τεχνική του έργου ο Ν. Μπουγάς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000 - 1977), εκδόσεις Σταφυλίδη, [Αθήνα], 1977, σ. 862) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η τεχνική του έργου είναι αντάξια του θέματος με άριστες περιγραφές της φύσης και των προσώπων, θαυμαστά ψυχολογημένη παρουσίαση των ηρώων, κλιμάκωση της εντάσεως, ακόμη και με τα παρέμβλητα επεισόδια του Μούρτου και της Μαρούσας, με τη γλώσσα και το ύφος προσεκτικά δουλεμένα.»

πηγή ; http://www.e-alexandria.gr/bookby.asp?ID=5&BID=533



«Η Φόνισσα είμαι εγώ»


* Ποιον να καταδίκαζε ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης; Τη Φραγκογιαννού, δηλαδή τον εαυτό του; Για εγκλήματα που δεν έκανε;


Το μυθιστόρημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτελεί κατ' ουσίαν την επέκταση της αυτοψυχογραφικής ταύτισης του συγγραφέα με την ηρωίδα του
Η «Φόνισσα» Φραγκογιαννού έχει την ίδια απαισιόδοξη, μηδενιστική βιοθεωρία με τον Παπαδιαμάντη, όπως τη γνωρίζουμε από τη δική του (αυτο)βιογραφία - με τα ίδια περίπου λόγια: «ουδ' εφαντάζετο [το κοριτσάκι-εγγονάκι της Φραγκογιαννούς] πόσους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό». Οπως ο πλάστης της Παπαδιαμάντης έτσι και η Φραγκογιαννού είναι (και) άντρας - βιολογικά και κοινωνικά: «ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της»· και: «Ως ανήρ [η Φραγκογιαννού!] οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά [...]. Ως γυνή πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή "προίκα", τουτέστι παράφερνα...». Αλλ' αυτό ακριβώς ήταν το οικογενειακό και προσωπικό πρόβλημα του Παπαδιαμάντη - και αυτό το πρόβλημα προβάλλει στο λογοτεχνικό είδωλό του: το πρόβλημα της προίκας, χωρίς την οποία τα θηλυκά παιδιά στην εποχή και στον τόπο του δεν μπορούσαν να «αποκατασταθούν»· σ' αυτό το «πρόβλημα» θα αναφερθούν και τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς, όταν αντίκρισε τον «αγρόν», «οπού της είχον δώσει ως προίκα», «όταν, νεάνιδα, την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύφην οι γονείς της: -Ω! να το προικιό μου, είπε». Από τα ιστορικά έγγραφα, που παρουσίασε ο Γ. Βλαχογιάννης (1938), γνωρίζουμε τις τρομερές κοινωνικές στρεβλώσεις, που επέφερε, από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, στον τόπο του Παπαδιαμάντη το οικονομικό, κατ' αρχήν, πρόβλημα της προικοδότησης των θηλυκών παιδιών στις φτωχές αγροτικές οικογένειες: «... απάνθρωπος μισοτεκνία των γονέων προς τα θηλυκά, απαραδειγμάτιστος καταφρόνησις των αρσενικών τέκνων προς τους γονείς διά την προς αυτά γινομένην αδικίαν και τα καθ' ημέραν συμβαίνοντα φρικτά παρανομήματα [...]. Αι μυστικαί βρεφοκτονίαι των θηλυκών...». Στη θέση ακριβώς της Φραγκογιαννούς βρισκόταν και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, όταν έγραφε στο γενέθλιο νησί του τη «Φόνισσα» (1902): Μετά τον θάνατο του πατέρα (1895) και της μητέρας του (1900) βρισκόταν μπροστά στο ίδιο, κι' ακόμα οξύτερο, μ' αυτήν πρόβλημα: Ενώ αυτή είχε να «αποκαταστήσει», προικίζοντάς την, τη μεγαλύτερη κόρη της, την Αμέρσα, ο Παπαδιαμάντης είχε μείνει με τρεις αδελφές γεροντοκόρες και έπρεπε να είναι γι' αυτές, όπως η Φραγκογιαννού, πατέρας («ως ανήρ») και μάνα («ως γυνή»). Σύμφωνα με τον άγραφο νόμο του τόπου και της εποχής του, όσο δε βρισκόταν γαμπρός για τις άπροικες αδελφές του, ο Παπαδιαμάντης ήταν υποχρεωμένος, από τα νιάτα του, να μείνει και ο ίδιος, θέλοντας και μη, «εργένης», καταπιέζοντας, ταυτόχρονα, κάθε επιθυμία του για μια «νόμιμη» ικανοποίηση του ερωτισμού του, για μια «νόμιμη» σχέση με το άλλο φύλο - καταπίεση, που του άφηνε μόνο το υποκατάστατο των ερωτικών φαντασιώσεων, όπως εκδηλώνονται σε μερικά διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης δεν αγνοεί, βέβαια, τον κοινωνικό χαρακτήρα του προβλήματος - αντίθετα, τον υποδηλώνει στον υπότιτλο του έργου του: «κοινωνικόν μυθιστόρημα»· αυτό όμως το κοινωνικό πρόβλημα το μεταγράφει ως ατομικό (του) ψυχολογικό - και «μεταφυσικό» πρόβλημα. Αντίθετα λοιπόν απ' ό,τι υποθέτει μια «φεμινιστική» παρερμηνεία της «Φόνισσας», ο Παπαδιαμάντης δεν υπερασπίζεται στο έργο του αυτό κανένα «γυναικείο ζήτημα» - ο Παπαδιαμάντης ήταν, αποδεδειγμένα, μισογύνης. Οπως και στα άλλα «αυτοβιογραφικά» του διηγήματα, έτσι και στη «Φόνισσα» η τεχνική της αφήγησης στηρίζεται στην ψυχολογική διαδικασία της ανάμνησης· στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς η τεχνική αυτή ισοδυναμεί με την ψυχαναλυτική τεχνική της (αυτο)ανάλυσης: «Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς». Και το ευρηματικό τέλος του έργου προσφέρει ένα επιπλέον, το σημαντικότερο ίσως, κλειδί για την αυτοψυχογραφική ταύτιση του κύριου προσώπου με τον συγγραφέα του: Η γραία Χαδούλα, η Φραγκογιαννού, δε συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες, που την καταδιώκουν· πεθαίνει, πνίγεται, κάπου «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Ποιον να καταδίκαζε ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης; Τη Φραγκογιαννού, δηλαδή τον εαυτό του; Για εγκλήματα που δεν έκανε; Μ' όλα τα παραπάνω δεδομένα, θα μπορούσαμε να δεχτούμε τον εύστοχο παραλληλισμό του Παπαδιαμάντη με το Flaubert από το Μ. Χαλβατζάκη (1977): Οπως ο κορυφαίος γάλλος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα για τη «Madame Bovary» του, έτσι και ο φτωχός έλληνας «συγγενής» του θα μπορούσε να πει για το δημιούργημά του: «Η Φόνισσα είμαι εγώ!»

 Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.



ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ «ΦΟΝΙΣΣΑΣ» ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



῾Η «Φόνισσα» τοῦ ᾿Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τό ἀριστούργημα αὐτό τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, προκάλεσε κατά καιρούς καί κατά τόπους πολλές ἀπορίες καί ἐρωτήματα στούς ἀναγνῶστες-μελετητές της. Πολλές, φυσικά, στάθηκαν καί οἱ ἀπαντήσεις-ἑρμηνεῖες τῆς αἰνιγματικῆς ἐκείνης ἡρωίδας μέ τίς ἀποτρόπαιες πράξεις.
῾Ωστόσο, πρίν προχωρήσω στή δική μου ἐκτίμηση, θά κάνω μιά παρατήρηση πού τή θεωρῶ βασική γιά τό ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης πιστεύω ὅτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ρεαλιστής, πού δουλεύει περισσότερο μέ μνῆμες-ἀναμνήσεις, ἀναπολήσεις καί ἀπηχήσεις γεγονότων, αἰσθημάτων, φημῶν περασμένων. ῾Η συμμετοχή τῆς φαντασίας εἶναι περιορισμένη. ᾿Ασφαλῶς ὅλο τό ὑλικό περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τῆς καλλιτεχνικῆς ἰδιοσυστασίας του καί ἀναπλάθεται ἐλεύθερα ἀπό τή δημιουργική του πνοή. Πιθανότατα, λοιπόν, «ἡ θεία Χαδούλα, ἡ κοινῶς καλουμένη Γιαννοῦ ἡ Φράγκισσα» «ἤ ἄλλως Φραγκογιαννοῦ», ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο, πού ἔμεινε στό συλλογικό ὑποσυνείδητο τῆς μικρῆς σκιαθίτικης κοινωνίας ὡς ἐφιαλτική ἀνάμνηση, θαμπή κι ἀβέβαιη ἀπό τό χρόνο. Αὐτόν τόν ζοφερό θρύλο τόν ζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καί μᾶς τόν παρουσιάζει μέ τόν δικό του ἀνεπανάληπτο τρόπο.
Καί τώρα στά καθέκαστα. «῾Η Χαδούλα (ὅπως δά καί ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ καιροῦ της στό νησί), ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τούς γονεῖς της. ῞Οταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της... ῞Οταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δούλα τῶν τέκνων της· ὅταν τά τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της». Μολονότι ἔνιωθε μιά ἀφόρητη καταπίεση, στά καθήκοντά της ἦταν πάντα τυπικά συνεπής. ᾿Εντούτοις δέν ἀνῆκε εἰς «τάς σοφάς γραίας», πού τόσο θαύμαζε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέρασε στή φάση τῆς ἐγκληματικῆς της δραστηριότητας, δέν ἔφτασε στό ἀποφασιστικό αὐτό σημεῖο ξαφνικά καί ἀνεπίγνωστα. Δέν ἦταν δυνατό νά καταλήξει ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη στή σκληρή ἀπόφαση ν᾿ ἀρχίσει νά πνίγει τά κοριτσάκια πού βρίσκονταν στό δρόμο της μέ πρώτη τήν ἐγγόνα της. Αὐτό, νομίζω, εἶναι ἀναμφισβήτητο.
Διερευνώντας κανείς τό παρελθόν της διαπιστώνει ὅτι ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε μιά ψυχοσύνθεση εὐεπίφορη πρός τήν αὐτοδικία καί τήν αὐθαιρεσία. ῎Αλλωστε ἡ μάνα της -πού θεωροῦνταν μάγισσα- ἀποκαλοῦσε τήν κόρη της «στριγλίτσα». Πονηρή, ἑτοιμόλογη, ὑποκρίτρια, θεληματική. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ λεπτομέρειες, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἐπαναστατική ἰδιοσυγκρασία της τή διαφοροποιοῦσε ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες μέσα στό χῶρο ὅπου κινοῦνταν. ᾿Αγράμματη ὅπως ὅλες ἀλλά ὀρθολογίστρια, σκεπτικίστρια, μέ μιά ὁμόκεντρη περιδίνηση γύρω ἀπό τίς πράγματι δύσκολες ἕως ἄθλιες συνθῆκες τῆς γυναικείας τότε βιοτῆς. ῞Ομως οἱ ἄλλες γυναῖκες, καμιά φορά καί πιό βασανισμένες, ζώντας μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα συνειδητά, ἀντλοῦσαν ἀπ᾿ αὐτήν ἀντοχή καί καρτερία, καθώς ὁπλίζονταν μέ ἀσκητική ὑπομονή καί εἰρήνη. ᾿Αντίθετα ἡ θεία Χαδούλα, ἐπειδή εἶχε ξεκόψει οὐσιαστικά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ὑπέφερε τά πάθια της αὐτονομημένη καί μονάχη. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ὑποκριτική ἐξομολόγησή της· «Ποτέ δέν τό εἶχεν εἰπεῖ οὔτε εἰς τόν πνευματικόν της, εἰς τόν ὁποῖον ἄλλως πολύ μικρά πράγματα ἔλεγε». Πῶς, λοιπόν, νά δείξει ἔστω καί κάποια μεγαλοψυχία καί νά βρεῖ κουράγιο στίς δοκιμασίες τοῦ ἀληθινά ταλαίπωρου βίου της; Καθώς ὑπερεῖχε διανοητικά ἀπό τίς ἀθῶες συνοικιώτισσές της, ἕνα βῆμα τή χώριζε ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη καί ἐπικίνδυνη ὑπεροψία καί τήν κατεδαφιστική κριτική.
῎Ετσι, ἐνῶ μές στίς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας φύλαγε τή νεογέννητη ἐγγόνα της, ἔκλωθε πικρά τά περιστατικά τῆς ἄχαρης ζωῆς της καί τότε «ἄρχισε πράγματι νά ψηλώνει ὁ νοῦς της». Καί συλλογιζόταν· «Τά κορίτσια εἶναι ἑφτάψυχα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καί σπανίως πεθαίνουν. Δέν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοί χριστιανοί νά βοηθῶμεν τό ἔργον τῶν ἀγγέλων;... ᾿Απειράριθμα τά θηλυκά τῆς γειτονιᾶς... Φαίνονται ὡς νά πληθύνωνται ἐπίτηδες, διά νά κολάζουν τούς γονεῖς των ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμον ἤδη... Καλύτερα νά μή σώνουν νά πᾶνε παραπάνω». ῏Ηταν μιά σειρά ἀπό σκέψεις πού ἀπό καιρό δουλεύονταν καί ὡρίμαζαν μέσα της καί πολλές φορές ἄφηνε νά τῆς ξεφεύγουν σχετικά ὑπονοούμενα. Τήν ὥρα ὅμως ἐκείνη, ἀληθινά σατανοκρατούμενη, ἀκολούθησε τούς ὑποβολιμαίους ἑωσφορικούς συλλογισμούς της ὥς τήν ἔσχατη συνέπεια. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιχειρήσει νά διορθώσει ἡ ἴδια τά, κατά τή γνώμη της, κακῶς κείμενα, πνίγοντας τά ἀνυπεράσπιστα κοριτσάκια πού ἔπεσαν στά χέρια της.
῾Η ἑρμηνεία τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς δέν ἐξηγεῖται οὔτε μέ κοινωνικά οὔτε μέ ψυχολογικά κριτήρια. ῾Ο κύρ ᾿Αλέξανδρος βασικά στοχάζεται θεολογικά κι ἄν θέλουμε νά τόν παρακολουθήσουμε, πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἴδιο δρόμο. ῾Ο στοχαστικός Παπαδιαμάντης τό ᾿ξερε, τό ᾿ζησε, τό ᾿γραψε· «Σάν νά ᾿χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια κι οἱ καημοί τοῦ κόσμου». Πονοῦσε βέβαια καί ὁ ἴδιος, ἀλλά ἐντάσσοντας τίς πίκρες καί τά φαρμάκια στήν προοπτική τῆς σωτηρίας, ἀντικρύζοντας τά πράγματα sub specie aeternitatis, πάντοτε ταπεινός καί ἁπλός, ἀντιστεκόταν στόν πειρασμό τῆς ἀνταρσίας. ῾Η Φραγκογιαννοῦ ἐπέλεξε τή γραμμή τῆς Εὔας πού, παρασύροντας καί τόν ᾿Αδάμ, ἀποφάσισαν νά παρακάμψουν τή μοναδική ἀπαγορευτική θεία ἐντολή. Εὔα καί Φραγκογιαννοῦ μέ τή μυωπική τους ὅραση δέν κατάλαβαν πώς σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι «ὄμορφη ἡ τάξη τοῦ Θεοῦ κι ἄς μήν τήνε χαλάσεις». (Χρησιμοποιῶ τό στίχο τοῦ Στρ. Μυριβήλη ἐλαφρά προσαρμοσμένο στήν περίσταση).
῾Ωστόσο, ὁ εὐαίσθητος, ὁ τρυφερός κύρ ᾿Αλέξανδρος συμπονεῖ τή δυστυχισμένη φόνισσα γιά τήν κατάντια της τήν κοινωνική, τήν ἠθική, τή θρησκευτική. Εἶναι μιά ἔρημη ψυχή πού ἐγκληματεῖ, τραβώντας ὥς τό τέλος τό μονόδρομο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἔπαρσης -ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ εὐθύνη της. Τελικά πάντως τήν ἀφήνει νά πνιγεῖ στό φουσκωμένο κύμα, τήν ὥρα πού τήν κυνηγοῦν ἕνας χωροφύλακας, ἕνας ἀγροφύλακας κι ἕνας στρατιώτης, «εἰς τό ἥμισυ τοῦ δρόμου μεταξύ τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

᾿Ι. ᾿Α. Νικολαΐδης

Ιδού λοιπόν μια απωθητική αλλά θεληματική γερόντισσα που στα τέλη του βίου της, αποφασίζει να διακινδυνεύσει όχι μόνο τη ζωή της για έναν σκοπό που ξεπερνάει τις βιοτικές ανάγκες του καθενός, αλλά την ίδια τη σωτηρία της ψυχής της. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, έγκειται η μοναδικότητα αυτού του «κορυφαίου κειμένου» της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το γεγονός ότι η Φόνισσα, αφού συγκεφαλαιώσει μέσα της το νόημα της υπηρεσίας, αποφασίζει να δράσει, να επέμβει στον κόσμο της κοινότητας, καταδεικνύει μιαν ασυνείδητη μεν, πλην αντιχριστιανική στάση, που σέρνει τις ρίζες της στην ιδιάζουσα οικογενειακή της παράδοση. Το μυθιστόρημα άλλωστε αρχίζει με μιαν αναδρομή στο κυνηγητό της μάνας και τελειώνει με το κυνηγητό της κόρης. Εδώ όπως και παντού στον Παπαδιαμάντη, το άτομο δεν υφίσταται αφ’ εαυτού, αλλά μόνο διά της γενεολογίας του. Εξ οὗ και το κράτος της αμαρτίας.
[88] Kόρη μάγισσας, η Φραγκογιαννού είναι γιάτρισσα, διαιωνίζει δηλαδή μία από τις τεχνικές της μαγείας. Πρόγονος της επιστήμης, η μαγεία έχει να κάνει με τη βελτίωση του εδώ και του τώρα, τη μεταμόρφωση του δεδομένου. Ο χριστιανός αντιθέτως αδιαφορεί για τη βελτίωση των πραγμάτων. Υπομένει και ελπίζει. Η υπομονή και η ελπίδα έχουν τη μορφή της υπηρεσίας. Kαί η υπηρεσία, καλώς ή κακώς, είναι το μόνο αντίδοτο στο επώδυνο αίσθημα της μόνιμης ανεπάρκειας μέσα στην οποία ζει η κοινότητα. Άρα κάθε πράξη που αποσκοπεί στη θεραπεία της ανεπάρκειας είναι ουσιαστικώς αντιχριστιανική, διότι προϋποθέτει την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του ατόμου.
Διά των φονικών της πράξεων, η παιδοκτόνος θέτει σε αμφισβήτηση την έννοια της υπηρεσίας και συνεπώς το χριστιανικό σύμπαν. Kαί διά της ηδονικής αυτής αμφισβητήσεως, διανοίγεται ο ορίζοντας μιας αυθεντικής ατομικότητας που επιδιώκει την προσωπική ελευθερία μέσω της ριζικής αρνήσεως του δεδομένου κόσμου.
Η κοινότητα είναι ο οργανωμένος κόσμος που μας δίνεται ανεξαρτήτως της θελήσεώς μας. Είναι δηλαδή η οργανωμένη επέκταση της οικογένειας, το χώμα, το αίμα και η φυλή. Το Εγώ και ο Αλλος είναι καθ’ όλα ομόχρονοι. Τίποτε δεν έρχεται να διαταράξει την αιώνια συζυγία τους. Από αυτήν την κοινότητα του κυκλικού χρόνου, η οποία την εποχή κιόλας του Παπαδιαμάντη αποτελούσε φθίνον παρελθόν, [89] έπρεπε να προκύψουν οργανικά τα νέα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε ο Νεοέλληνας ως προς τον εαυτό του και ως προς τον άλλον. Οργανικά και όχι μιμητικά, όπως τονίζει ο K. Παπαγιώργης στην ωραία μονογραφία του για τον Παπαδιαμάντη (Kαστανιώτης 1997). Μέσα από τα όρια του «Kοινωνικού μυθιστορήματος», μεγαλειώδης ειρωνεία του Σκιαθίτη προς κάθε μέλλοντα χρόνο, το ερώτημα της ανθρώπινης φύσης υποβάλλεται στη βάσανο των κοινωνικών συνθηκών και οι κοινωνικές συνθήκες αποδεικνύονται ανενεργοί. Ξεπηδάει όμως απροσδόκητα όλο το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας. Αν η κοινότητα πέφτει μικρή μπροστά σ’ αυτήν την αποκάλυψη, η συμβατική κοινωνία δεν έχει να προτάξει τίποτε περισσότερο από διαδικασίες. Έτσι ασυνειδητοποίητη, η Φόνισσα παραμένει σκιερή, αδιάφανη, θαμπή όπως ακριβώς η αδυσώπητη ύπαρξη του κακού που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διακριθεί από την ελευθερία της ανθρώπινης επιθυμίας. «Ω, να το προικιό μου!», είναι οι τελευταίες λέξεις τη Φραγκογιαννούς. Λέξεις πολυσήμαντες και γι’ αυτό ανοιχτές προς πάσαν κατεύθυνση.
                                                                                        Α Ζέρβας  Καθημερινή  18]02/2001



ΑΞΙΟΛΟΓΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ερμηνευτική προσέγγιση  1

ερμηνευτική προσέγγιση  2

ερμηνευτική προσέγγιση  3

ερμηνευτική προσέγγιση  4

ερμηνευτική προσέγγιση  5


                                 


η τηλεοπτική μεταφορά του έργου

μέρος 1ο

μέρος 2ο

μέρος 3ο


























ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


Βιογραφικό σημείωμα


           

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ καὶ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στὴ Σκιάθο στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1851 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ ἱερέα Ἀδαμαντίου Ἐμμανουὴλ καὶ τῆς Ἀγγελικῆς κόρης Ἀλεξ. Μωραϊτίδη. Τέσσερις ἀδελφὲς κι ἕνας ἀδελφὸς θὰ εἶναι ἡ μόνη περιουσία ποὺ θὰ κληρονομήσει ἀπὸ τὴν φτωχὴ οἰκογένειά του. Τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὶς δυὸ πρῶτες τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου στὴ Σκιάθο. Φοίτησε σὲ σχολεῖο τῆς Σκοπέλου, τοῦ Πειραιᾶ καὶ τελικὰ πῆρε ἀπολυτήριο Γυμνασίου ἀπὸ τὸ Βαρβάκειο τὸ 1874. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπ᾿ ὅπου ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφοίτησε, ἐνῷ γράφει τὸ πρῶτο λυρικό του ποίημα γιὰ τὴ μητέρα του. Βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν τοῦ πενιχροῦ ὑλικὰ βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θὰ μάθει ἀγγλικὰ καὶ γαλλικὰ στὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του. Φίλος καὶ σύντροφός του σ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ λογοτέχνης ἐξάδελφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, μετέπειτα Ἀνδρόνικος μοναχός. Ὁ Μωραϊτίδης θὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ λογοτεχνικοὺς καὶ δημοσιογραφικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, κι ὁ Παπαδιαμάντης θ᾿ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὰ ἔργα του νὰ δημοσιεύονται στὸν «Ραμπαγᾶ», στὸν «Νεολόγο» τῆς Κωνσταντινουπολεως, στὸ «Μὴ Χάνεσαι» καὶ στὶς ἐφημερίδες «Ἐφημερὶς» καὶ «Ἀκρόπολις». Γρήγορα οἱ συνεργασίες του μὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες θὰ αὐξηθοῦν, ἀλλά, βιοποριστικό του ἐπάγγελμα θὰ γίνει ἡ δημοσιογραφία κι οἱ μεταφράσεις.
Τὸ 1879 δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημα «Ἡ μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα «Νεολόγος». Τὸ 1882 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» στὴν ἐφημερίδα «Μὴ χάνεσαι», ἐνῷ παράλληλα ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστής. Τὸ 1884 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει στὴν «Ἀκρόπολη» τὸ μυθιστόρημά του «Γυφτοπούλα», ὅπου ἀπὸ τὸ 1892 ὡς τὸ 1897 ἐργάζεται ὡς τακτικὸς συνεργάτης. Οἱ προοπτικὲς φαίνονται μεγάλες γιὰ μία ἐπιτυχῆ δημοσιογραφικὴ καὶ λογοτεχνικὴ πορεία στὴν Πρωτεύουσα, ὅμως αὐτὸ δὲν συγκινεῖ τὸν «κοσμοκαλόγερο», τὸν μοναχικὸ καὶ ταπεινὸ Παπαδιαμάντη. Οἱ μόνες ὧρες ποὺ φαίνεται νὰ χαίρεται στὴν Ἀθήνα εἶναι ἐκεῖνες ποὺ περνάει μὲ τοὺς ἁπλοὺς καθημερινοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους, κι ἐκεῖνες ποὺ ψάλλει στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο στὸ Μοναστηράκι. Δεξιὸς ψάλτης ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὸς ὁ Μωραϊτίδης, κι ἱερέας ὁ προσφάτως ἀνακηρυχθεὶς Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, ὁ βιώσας τὴν Ταπείνωση.
Πέρα ἀπὸ τὴν δυσκολία του νὰ προσαρμοστεῖ στὴν πρωτεύουσα, παθαίνει καὶ ρευματισμοὺς στὰ χέρια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴ δημοσιογραφική του ἐργασία. Χωρὶς κανέναν οἰκονομικὸ πόρο θὰ ἐπιστρέψει στὴ Σκιάθο ὅπου, ἄρρωστος, θὰ ἀφεθεῖ γιὰ λίγο στὶς φροντίδες τῶν ἀδελφῶν του. Ἀπὸ τὸ 1902 ὡς τὸ 1904 μένει στὴ Σκιάθο ἀπ᾿ ὅπου δημοσιεύει τὴ «Φόνισσα». Στὶς 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στὸν «Παρνασσὸ» ἡ 25ετηρίδα του στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ὑπὸ τὴν προστασία τῆς πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Ἀμέσως μετὰ ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του ὅπου καὶ μένει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Θὰ προειδεῖ τὸν θάνατό του, καὶ τὴν δυσκαταποσία τῶν τελευταίων ὡρῶν του, καὶ θὰ ζητήσει νὰ τὸν κοινωνήσει ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας του δυὸ μέρες πρίν. Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911 ἀπὸ πνευμονία. Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν ἴδια μέρα καὶ τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Γεώργιος Ρήγας. Στὶς 22 Νοεμβρίου 1912 τὸν τάφο του ἐπισκέφτηκε ἡ Μαρία Βοναπάρτη καὶ τὸ 1925 στήθηκε ἡ προτομή του, ἔργο τοῦ Θ. Θωμόπουλου.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τὸ ὁποῖο εἶναι σήμερα διεθνῶς ἀναγνωρισμένο, ἐπηρεάστηκε ἄμεσα ἀπὸ τὸ νησὶ στὸ ὁποῖο γεννήθηκε καὶ πέθανε, τὸ νησὶ ποὺ ἀγάπησε καὶ ὕμνησε ὅσο κανένας ἄλλος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του, τὶς πραγματικὲς ἱστορίες τῶν ὁποίων μετέφερε γράφοντας. Ὑπῆρξε ἕνας ἄριστος μελετητὴς τῆς ἀνθρώπινης ψυχολογίας καὶ τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς του. Μὲ τὴν ἀπαράμιλλη καὶ γεμάτη λυρισμὸ πένα του, ἔγραψε χωρὶς ἀμφιβολία τὰ κορυφαῖα ἠθογραφήματα τῆς νεότερης Ἑλλάδας. Ἔτσι, τὸ ὄνομά του μᾶς παραπέμπει στὸ νησί του, ἀλλὰ παράλληλα, στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Σκιάθος», δὲν μποροῦμε νὰ μὴ σκεφτοῦμε τὸν μεγάλο αὐτὸ λογοτέχνη, ποὺ σφράγισε ἀνεξίτηλα τὸ νησί του, ἀκριβῶς ὅπως αὐτὸ σφράγισε τὸ ἔργο του.
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 05 Οκτώβριος 2011 11:16


Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στὴ Σκιάθο, στὶς 4 Μαρτίου 1851. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν, ὅπως συνέβαινε συνήθως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολύτεκνη. Ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐμμανουὴλ (πέθανε σὲ νεανικὴ ἡλικία), Οὐρανία, Χαρίκλεια, Ἀλέξανδρος, Σοφούλα, Γεώργιος καὶ Κυρατσούλα. Ὁ πατέρας του Ἀδαμάντιος Ἐμμανουήλ, γόνος ναυτικῆς οἰκογένειας, ἦταν ἱερέας τοῦ νησιοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῶν Κολλυβάδων. Ἡ μητέρα του Γκιουλὼ (Ἀγγελικὴ) Ἀλεξάνδρου Μωραΐτη καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Μυστρᾶ, ἡ ὁποία ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκιάθο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα.
Ὁ μικρὸς Ἀλέξανδρος φοίτησε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς Σκιάθου (1856 ἕως 1860), ὅπου φέρεται ἐγγεγραμμένος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Διαμάντης, στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Σκιάθου (1860-1862), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Ἀδαμαντίου καὶ στὸ Σχολαρχεῖο Σκοπέλου (στὴν Γ´ τάξη, κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1865-1866), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου ἱερέως. Κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1867-1868 ἐγγράφεται στὴν Α´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Χαλκίδος, ὡς Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντιάδης. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑπόμενου σχολικοῦ ἔτους ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸν καθηγητὴ τῶν Ἱερῶν (δηλαδὴ τῶν Θρησκευτικῶν), ὁ ὁποῖος τοῦ φαινόταν «πλέον τοῦ δέοντος ἀγράμματος», καὶ ἐγκαταλείπει τὴ φοίτηση στὴ μέση της χρονιᾶς. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1869, ἀφοῦ δίνει ἐξετάσεις, παίρνει τὸ ἐνδεικτικό της Β´ τάξης ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ τὸν Ὀκτώβριο ἐγγράφεται στὴ Γ´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς. Στὰ τέλη Ἰανουαρίου 1870 διακόπτει τὴ φοίτησή του στὸ Γυμνάσιο τοῦ Πειραιᾶ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Σκιάθο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα βρίσκεται στὴν Ἀθήνα μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου Δαμιανοῦ πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Ἀλέξανδρο Κουμουνδοῦρο καὶ τὸν ὑπάλληλο τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Βαλαβάνη. Ὡστόσο δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲ θέλει νὰ τοὺς συναντήσει. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἑπόμενου ἔτους πραγματοποιεῖ ταξίδι στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου, φιλοξενούμενος τοῦ μοναχοῦ Νήφωνα τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, συμπατριώτη καὶ πιστοῦ φίλου του, παρέμεινε μερικοὺς μῆνες «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως γράφει στὸ σύντομο αὐτοβιογραφικό του σημείωμα.
Στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1873 φτάνει στὴν Ἀθήνα μέσῳ Χαλκίδας. Δίνει μὲ ἐπιτυχία κατατακτήριες ἐξετάσεις καὶ ἐγγράφεται στὴ Δ´ τάξη τοῦ Βαρβακείου Λυκείου. Φοιτᾶ στὸ Βαρβάκειο, ἐνῶ ταυτόχρονα παραδίδει καὶ κάποια ἰδιαίτερα μαθήματα, γιὰ νὰ ἐνισχύει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικά του. Στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1874 πῆρε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Βαρβακείου Λυκείου μὲ βαθμὸ «σχεδὸν καλῶς» 3 (μὲ ἄριστα τὸ 6) καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου. Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεύτηκε ἀνάμεσα στὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλολογία, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου ἤδη φοιτοῦσαν τὰ ἐξαδέλφια του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ Σωτήριος Οἰκονόμου. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτούς, ὁ Παπαδιαμάντης δὲ θὰ τελειώσει ποτὲ τὴ σχολή. Στὸ αὐτοβιογραφικό του σημείωμα γράφει: «Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην μὲ τὰς ξένας γλώσσας». Μένει στὴν Ἀθήνα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν κυρίως μὲ «προγυμνάσεις» μαθητῶν. Παράλληλα ἔχει διαρκῶς τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἐνεργεῖ γιὰ νὰ διευθετήσει ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὸ 1876 ἀρχίζει νὰ δημοσιεύει ἀνωνύμως ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερίς. Συχνάζει στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Σπ. Κουσουλίνου καὶ ἀρχίζει νὰ γνωρίζεται μὲ δημοσιογράφους καὶ λογοτέχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1879 μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1880 δημοσιεύει, μὲ τὴν προτροπὴ καὶ σύσταση τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ πρῶτο του ἱστορικὸ μυθιστόρημα «Ἡ Μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα Νεολόγος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1880 μέχρι τὸν Ἰούνιο τοῦ 1881. Ἀπὸ τὸ 1882 ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστὴς στὴν Ἐφημερίδα τοῦ Δ. Κορομηλᾶ. Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἡ μετάφραση ἄρθρων γιὰ λογαριασμὸ ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ βιβλίων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά, ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ βιοπορισμοῦ του. Μεταξὺ Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883 δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», μὲ τὸ ψευδώνυμο «Μποέμ», ἐνῶ ἀπὸ τὸ Ἀπρίλιο μέχρι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884, στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται τὸ τρίτο του μυθιστόρημα, «Ἡ Γυφτοπούλα».
Τὸ 1885 δημοσιεύεται τὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα «Χρῆστος Μηλιώνης» καὶ στὶς 26 Δεκεμβρίου 1887, στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερὶς τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ τίτλο «Τὸ χριστόψωμο». Ἀπὸ τότε στρέφεται ἀποκλειστικὰ στὸ διήγημα, στὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται κορυφαῖος τεχνίτης. Ἡ ζωή του κυλᾶ ἀθόρυβα καὶ ταπεινὰ στὴν Ἀθήνα, ἀνάμεσά σε φτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, μὲ κάποια διαλείμματα στὸ ἀγαπημένο του νησί. Μὲ τὰ διηγήματά του, δημοσιευόμενα σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, κέρδισε τὴν ἀγάπη τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ καὶ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἐκτίμηση τῆς πλειονοψηφίας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς. Παρὰ ταῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀπέφευγε τοὺς φιλολογικοὺς κύκλους καὶ γενικότερα τὴ δημοσιότητα καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Συχνάζει στὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη καὶ συναναστρέφεται πίνοντας κρασὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῶν λαϊκῶν συνοικιῶν, τῶν ὁποίων τὴ βασανισμένη ζωὴ μεταφέρει στὰ διηγήματά του. Συμμετέχει ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δεξιοῦ ψάλτη στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, ταπεινοῦ ἰδιωτικοῦ ναΐσκου (ὁ ὁποῖος μὲ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἔχει ἀναστυλωθεῖ ἀπὸ τὸ 2004 καὶ στὸν ὁποῖο ἡ Ἑταιρεία τελεῖ κάθε μήνα ἀγρυπνία), μὲ ἀριστερὸ ψάλτη τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Ἡ μόνιμη οἰκονομικὴ δυσπραγία, ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργάζεται ἐξαντλητικὰ ὡς μεταφραστής, ἀλλὰ καὶ ἰδιοσυγκρασιακοὶ παράγοντες τῆς ξεχωριστῆς καὶ προικισμένης προσωπικότητάς του, συνέβαλαν στὸ νὰ δημιουργηθεῖ γι᾿ αὐτὸν ἡ εἰκόνα τοῦ ἀπόκοσμου («Ὁ Κοσμοκαλόγερος» εἶναι ὁ τίτλος τῆς μυθιστορηματικῆς βιογραφίας του ἀπὸ τὸν Μιχάλη Περάνθη), τοῦ «μποέμ», τοῦ ἐκλεκτοῦ ἰδιόρρυθμου. Καθὼς ἡ ἀπὸ νωρὶς κλονισμένη ὑγεία του χειροτερεύει διαρκῶς, τὸ 1908 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴ Σκιάθο. Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1910 ἀρρωσταίνει ἀπὸ πνευμονία καὶ στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911, ἐκεῖ, στὸ πατρικό του σπίτι, θὰ ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ λίγες ὧρες πρὶν εἶχε ψάλει ὕμνο τῶν Ὡρῶν τῆς ἐπικείμενης γιορτῆς τῶν Φώτων.
Τὸ πρωτότυπο ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Κώστα Στεργιόπουλο, νὰ χωριστεῖ σὲ τρεῖς περιόδους. Στὴν πρώτη (1879-1885) ἀνήκουν τὰ τρία προαναφερθέντα μυθιστορήματα καθὼς καὶ ὁ «Χρῆστος Μηλιώνης». Ἡ διηγηματογραφία ἐκτείνεται στὴ δεύτερη (1886-1896) καὶ στὴν τρίτη (1898-1910) περίοδο. Ἀντιπροσωπευτικότερα ἔργα τῆς δεύτερης περιόδου τὰ διηγήματα: «Ὑπηρέτρα», «Ἡ Σταχομαζώχτρα», «Μία ψυχή», «Ἡ Μαυρομαντηλοῦ», «Φτωχὸς Ἅγιος», «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», «Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά», «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», «Οἱ χαλασοχώρηδες», «Λαμπριάτικος ψάλτης», Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», «Ἡ νοσταλγός», «Ἔρωτας στὰ χιόνια», «Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης», «Τὸ σπιτάκι στὸ λιβάδι», «Ἔρως-Ἥρως». Στὴν Τρίτη περίοδο ξεχωρίζουν τὰ διηγήματα: «Τ᾿ ἀγνάντεμα», «Ἁμαρτίας φάντασμα», «Τὰ δαιμόνια στὸ ρέμα», «Ὄνειρο στὸ κύμα», «Ἡ Φαρμακολύτρια», «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», «Ἡ Χολεριασμένη», «Στρίγλα μάνα», «Ἡ Φόνισσα», «Τὰ κρούσματα», «Ὁ Κακόμης», «Ἡ φωνὴ τοῦ Δράκου», «Γυνὴ πλέουσα», «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», «Τὰ ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια», «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας», «Νεκρὸς ταξιδιώτης». Τὰ διηγήματα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», «Τ᾿ ἀγγέλιασμα», «Τὰ μαῦρα κούτσουρα», «Φλώρα ἢ Λαύρα» καὶ «Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος» δημοσιεύτηκαν μετὰ τὸ θάνατό του (μέχρι τὸ 1925). Μόλις τὸ 2008 βρέθηκε καὶ δημοσιεύτηκε τὸ διήγημά του «Τὸ γιαλόξυλο». Τὸ μεταφραστικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ περιλαμβάνει μεταφράσεις ἄρθρων ποικίλου περιεχομένου, πεζῶν λογοτεχνημάτων καὶ τριῶν σπουδαίων ἱστορικῶν ἔργων. (Τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ George Finlay, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τῆς ὁμότιτλης ἱστορίας τοῦ Thomas Gordon, καὶ ἑνὸς ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Νικολάου Σπηλιάδη, γραμμένου στὰ γαλλικά). Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εὐτύχησε νὰ δεῖ ὅσο ζοῦσε τυπωμένο δικό του βιβλίο. Μετὰ τὸ θάνατό του ὅμως τὸ ἔργο του, τμηματικὰ ἢ συνολικά, γνώρισε πολλὲς ἐκδόσεις. Κορυφαῖο σημεῖο τῆς ἐκδοτικῆς πορείας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου εἶναι ἡ κριτικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, στὶς ἐκδόσεις Δόμος, τῶν Ἁπάντων του (1981-1988) καὶ τῆς Ἀλληλογραφίας του (1992).

Γενικὴ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου του

Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει πρωτεύουσα θέση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἡ διηγηματογραφία του διακρίνεται γιὰ τὸ ρεαλισμό της, ποὺ φτάνει πολλὲς φορὲς μέχρι τὸ νατουραλισμό. Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀκριβολόγος θεώρηση τόσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθιὰ στοχαστικὴ καὶ ἐλεγκτικὴ ματιά του πάνω στὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ἡ ἀνάδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμένων τύπων, ἀλλὰ ἰδιόρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρώπων ναυαγισμέμων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά, καὶ ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ὁμάδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστάσεις, δίνει στὸ ρεαλισμό του ἕνα χαρακτήρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτόχρονα. Ἡ ποικιλία τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν καὶ ἡ γλώσσα του παράγουν μίαν ἔντονη ποιητικότητα. Ἡ γλώσσα του εἶναι στὴ βάση της ἡ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμένη ὡστόσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμένη ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ διανθισμένη, ἰδίως στοὺς διαλόγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, «θησαυρισμένη», κατὰ τὸν Ἐλύτη, «ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας». Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ κάνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφίας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη νὰ ἀναδεικνύεται «ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λόγου».

πηγή http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=72:mantas&catid=34:cv&Itemid=57



εκπομπές από το αρχείο της ερτ για τον Παπαδιαμάντη



εκπομπή  1

εκπομπή  2

εκπομπή  3

εκπομπή  4

ΑΦΊΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ





ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΑΦΟΡΜΗΣΗ 3


Αλήθειες και μύθοι γύρω από την προίκα
Ελευθεροτυπία, 29 Ιανουαρίου 1981
Ο θεσμός της προίκας έρχεται κάθε τόσο στο κέντρο της επικαιρότητας. Τον είχε φέρει το (ξεχασμένο πια) προσχέδιο της επιτροπής Γαζή, που πρότεινε την κατάργηση του. Τον ξανάφερε τούτες τις ημέρες η ταινία του Δημ. Κολλάτου «Ελιές».
Έχει ωριμάσει πια η αντίληψη ότι ο θεσμός της προίκας είναι ταπεινωτικός για τη γυναίκα και επιβεβαιώνει την εξάρτηση της από τον άντρα. Κι αυτό είναι αλήθεια. Γιατί ο αστικός κώδικας, ρυθμίζοντας την προίκα, δεν καθιερώνει απλώς υποχρέωση του πατέρα (κι ύστερα απ' αυτόν, της μητέρας) να εφοδιάσει την κόρη του με τα απαραίτητα περιουσιακά εφόδια, για να μην είναι εξαρτημέ­νη από την (καλή ή κακή) θέληση του άντρα. Προίκα, όπως λέει ο αστικός κώδι­κας, είναι η περιουσία (κινητά και ακίνητα) που δίνει η γυναίκα ή κάποιος άλλος (συνήθως ο πατέρας της) στον άντρα «προς ανακούφισιν των βαρών του γά­μου». Τα βάρη αυτά, σύμφωνα με μια άλλη διάταξη, είναι αποκλειστική υποχρέω­ση του άντρα.
Λοιπόν, αν δε γίνει ιδιαίτερη συμφωνία (και συνήθως δε γίνεται), ο άντρας αποκτάει την κυριότητα των μετρητών χρημάτων και των κινητών που δόθηκαν ως προίκα. Η γυναίκα δεν έχει κανένα ενεργό δικαίωμα πάνω σ' αυτά. θα έχει, αν λυθεί ο γάμος της, για να της επιστραφεί. Σ' όλη τη διάρκεια του γάμου η προίκα δεν είναι δική της περιουσία, αλλά περιουσία του άντρα. Αν πάλι δίνεται ως προίκα κάποιο ακίνητο (λ.χ. το διαμέρισμα που θα μείνει το ζευγάρι, ένα χωράφι η ένα οικόπεδο, κλπ.) τότε εφόσον δεν έγινε διαφορετική συμφωνία, με την οποία ο άντρας να γίνεται κύριος των προικώων, περιορίζεται στη διοίκηση και επικαρπία, και η γυναίκα αποκτάει τη λεγόμενη ψιλή κυριότητα, δηλαδή μια ιδιοκτησία που είναι απογυμνωμένη από κάθε άμεσο δικαίωμα και έχει φαλκιδευ­τεί στην απλή προσδοκία, αν κάποτε λυθεί ο γάμος, τότε να ενεργοποιηθεί. Σ' όλη τη διάρκεια του γάμου, ο άντρας αποφασίζει αν θα νοικιάσουν το προικώο ή θα το κρατήσουν για δική τους χρήση. Αυτός εισπράττει τα μισθώματα, αυτός τα εισοδήματα από τους συγκομιζόμενους καρπούς του χωραφιού. Αυτός κάνει τις αγωγές εναντίον των καταπατητών. Με δυο λόγια: Αυτός είναι ο αφέντης. Στη γυναίκα δεν πέφτει λόγος.
Γίνεται έτσι φανερό, ότι με το θεσμό της προίκας, η έννομη τάξη επιβεβαι­ώνει και συντηρεί τη μειονεκτική θέση της γυναίκας απέναντι στον άντρα. Απο­ξενωμένη από την περιουσία της και από τα αντίστοιχα εισοδήματα, η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να σκύβει το κεφάλι σε κάθε καπρίτσιο του άντρα, ενώ, πα­ράλληλα, δεν έχει τα μέσα για να δοκιμάσει τις δικές της δυνάμεις μέσα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, σαν να μην ήταν ισότιμη με τους άντρες, αλλά δεύτερης κατηγορίας ανθρωπάκι, κατάλληλη για τη λάτρα του σπιτι­ού, για την ικανοποίηση της ερεθισμένης σεξουαλικότητας του άντρα και για την επίβλεψη των ανήσυχων παιδιών.
Αυτή την υποβάθμιση της γυναίκας, είχαν καταφέρει να ωραιοποιήσουν διά­φοροι κράχτες της κατεστημένης εξουσίας (όπως η εκκλησία και οι αρχές των πατροπαράδοτων χρηστών ηθών) με το φωτοστέφανο της αφοσιωμένης στην οι­κογένεια της, τίμιας γυναίκας. Ακόμη και σήμερα καλλιεργείται από αρκετούς ο μύθος, πως η νομική εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα θα διαλύσει το θεσμό του γάμου, θα ανατρέψει τις ιερές παραδόσεις και θα απογυμνώσει τη γυναίκα από τη θελκτικότητά της, σαν ένα όμορφο διακοσμητικό αντικείμενο μέσα στην κουραστική ημέρα μας.
Ποτισμένος από τις αντιλήψεις αυτές, ήταν, πριν είκοσι χρόνια, κάποιος φί­λος μου απαρηγόρητος! Είχε καλοπροικιστεί. Τον πρώτο χρόνο του γάμου του απόκτησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. «Τώρα μούμεινε η γυναίκα τζάμπα» κλαιγό­ταν. «Την προίκα που πήρα θα πρέπει να την κρατήσω για το γαμπρό της κόρης μου»!
Η κίνηση για την κατάργηση του θεσμού της προίκας είναι ένα θετικό βήμα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την καταπίεση του αντρικού αυταρχι­σμού που επικρατούσε ως τώρα. Είναι όμως παράλληλα μύθος να πιστέψει κα­νείς ότι μόνη η νομοθετική κατάργηση του θεσμού της προίκας θα λύσει τα προβλήματα. Η προίκα, με όλες τις παραλλαγές που ίσχυσε, στις διάφορες ιστο­ρικές περιόδους, ήταν γέννημα-θρέμμα των κοινωνικών συνθηκών. Όσο λοιπόν οι κοινωνικές συνθήκες είναι ασφυχτικές για τα νέα παιδιά που παντρεύονται και θέλουν να στήσουν το δικό τους σπιτικό, μόνη η νομοθετική κατάργηση του θε­σμού της προίκας θα είναι σκέτος στρουθοκαμηλισμός.
Στα πολύ παλιά χρόνια, οι άντρες έκλεβαν, με κάθε ευκαιρία, όσες πιο πολ­λές γυναίκες μπορούσαν. Οι αρπαζόμενες γυναίκες δεν είχαν θέση νόμιμης συ­ζύγου, έτσι όπως την εννοούμε σήμερα. Ο θεσμός του γάμου ήταν ακόμη αδια­μόρφωτος. Τις χρησιμοποιούσαν λοιπόν ως σκεύη ηδονής, ως τεκνοποιητικές μηχανές και ως υπηρετικό προσωπικό του αφέντη, όχι μονό μέσα στο σπίτι, αλλά και έξω στα χωράφια. Για ν' αποφύγουν τις αντεκδικήσεις, οι αρπαγείς άρχισαν, σιγά-σιγά, να κλείνουν συμφωνία με τους συγγενείς της κλεμμένης γυναίκας. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής πλήρωναν κάποια αποζημίωση, η οποία, συχνά, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.
Με την επικράτηση ειρηνικότερων συνθηκών, οι άντρες έπαψαν να αρπά­ζουν τις γυναίκες. Τώρα πια τις αγόραζαν από τον εξουσιαστή τους, δηλαδή συνήθως από τον πατέρα τους. Το τίμημα που καταβαλλόταν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η παλιά αποζημίωση για την αρπαγή που δεν συνηθιζόταν πια.
Αυτά ίσχυσαν σε όλους τους αρχαίους λαούς.
Με τον καιρό καταργήθηκε η αγορά και η συμφωνία γαμπρού και πεθερού περιοριζόταν στο να δοθεί η νύφη με όλα τα φορέματα και τα κοσμήματα της, καθώς και με τα άλλα αντικείμενα της προσωπικής της χρήσης (τα «μείλια»). Οι οικογένειες ήταν ακόμη αγροτικές. Με την καλλιέργεια του αγρού από τον άν­τρα και τους δούλους του. η οικογένεια είχε αρκετά εισοδήματα, ανάλογα με τις σχεδόν ανύπαρκτες δαπάνες της εποχής εκείνης. Όταν όμως σχηματίστηκαν και μεγάλωσαν οι πόλεις, τότε αυξήθηκαν οι δαπάνες που επέβαλλαν οι καινού­ριες συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης κυρίως, με τα έξοδα πολυτελούς διαβίω­σης. Κάτω λοιπόν από την πίεση των καινούριων αυξημένων δαπανών που απαι­τούσε η εγκατάσταση και η διαβίωση στην πόλη, οι γαμπροί δε θεωρούσαν πια αρκετά τα «μείλια». δηλαδή τα αντικείμενα της προσωπικής χρήσης της γυναί­κας που έπαιρναν, αλλά ζητούσαν από τον πεθερό όλο και μεγαλύτερη οικονομι­κή ενίσχυση. Έτσι διαμορφώθηκε ο θεσμός της προίκας, ως αναγκαίο επακό­λουθο των καινούριων δομών της αστικής κοινωνίας και οικονομίας.
Ως το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η προίκα ήταν στον τόπο μας, όχι μονό μια παραδομένη από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο υποχρέωση των γονιών της κο­πέλας, αλλά, προπαντός, μια απαραίτητη οικονομική ενίσχυση για να μπορέσει το καινούριο ζευγάρι να φτιάξει το σπιτικό του και να ξεπεράσει την πιεστική οικονομική στενότητα που αντιμετώπιζε στα πρώτα του βήματα Μέσα στο κλίμα των κοινωνικών αντιλήψεων που επικρατούσαν ως τότε. τα περισσότερα και ση­μαντικότερα επαγγέλματα ανήκαν μονοπωλιακά στους άντρες. Για τις γυναίκες έμενε μόνο το επάγγελμα της οικόσιτης η εξωτερικής παραδουλεύτρας, της ράφτρας, της κομμώτριας της νοσοκόμας και της (ελαφριάς η σοβαρής) καλλι­τέχνιδας Α. ναι! Και της πουτάνας…
Η ισότιμη αποδοχή αντρών και γυναικών σε όλα τα επαγγέλματα είναι πια σήμερα κάτι το αυτονόητο. Βεβαία ακούγονται πότε-ποτέ, και κάποιες παράφω­νες αντιρρήσεις Όμως εκείνοι που τις προτείνουν γίνονται συνήθως καταγέλαστοι, καίω από την υποψία πως κάποιο κόμπλεξ σεξουαλικής μειονεκτικότητας κρύβουν οι αφορισμοί τους για τη δήθεν ακαταλληλότητα των γυναικών να πά­ρουν στα χεριά τους διευθυντικές θέσεις.
Μέσα στις καινούριες αυτές κοινωνικές και οικονομικές δομές θυμίζουν πια γελιογραφίες κάποιοι κανόνες του αστικού κώδικα που άλλοτε συνιστούσαν τα θεμέλια της πατριαρχικής οικογενείας. Το άρθρο που ορίζει πως «ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ο, τι αφορά τον συζυγικόν βίον» έχει πια περισσότερο μουσειακό χαρακτήρα, για να κάνουν χάζι τα παιδιά: «Κοίτα, ρε, πως σκέφτονταν οι άνθρωποι σε άλλες εποχές»… Είναι λοιπόν αδια­νόητη η συμβολή της γυναίκας στα βάρη του γάμου με την παράδοση της προί­κας στο γαμπρό θα δουλέψουν και οι δυο, και με τα εισοδήματα της εργασίας τους θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν περά. Η γυναίκα λοιπόν, στις καινούριες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες δε συμβάλλει πια με προίκες, αλλά με τα εισο­δήματα της προσωπικής εργασίας της, όμοια όπως γίνεται και με τους άντρες. Από την άποψη αυτή, η νομοθετική κατάργηση του θεσμού της προίκας έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει κάτι που, έτσι κι αλλιώς, έχει πάψε; να συνηθίζεται.
Τι, δηλαδή; Δεν προικίζουν πια οι γονείς τα κορίτσια τους; Και βεβαία τα προικίζουν, όταν και όσο μπορούν. Μονό που, τώρα πια, προικίζουν τα κορίτσια τους, και όχι το γαμπρό. Δίνουν δηλαδή στα κορίτσια τους διάφορα περιουσιακά στοιχεία, που θα ανήκουν στη δίκη τους κυριότητα και θα τα διαχειρίζονται και καρπώνονται αυτά τα ίδια. και όχι οι άντρες τους.
Γιατί; Επειδή, και πάλι, αυτό επιβάλλουν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Για θυμηθείτε: Πόσα χρονιά πρέπει να ταλαιπωρηθεί το καινούριο ζευγάρι, ωσό­του μπορέσει, με τις αποταμιεύσεις από την εργασία και των δυο. να αποκτή­σουν δικό τους σπίτι, και να το επιπλώσουν όπως τόσον καιρό ονειρεύονταν; Συνήθως έχουν γίνει πια μεσόκοποι. Οι στερήσεις και η μιζέρια έχουν δηλητηρι­άσει αρκετά τις σχέσεις τους. Κι όταν πια τα αποκτούν, έχουν τόσο κουραστεί ψυχικά, που δεν είναι σε θέση να τα χαρούν.
Κάθε γονιός που τα τράβηξε αυτά, τόχει έννοια, πως θα μπορέσει το παιδί του (είτε είναι κορίτσι, είτε. είναι αγόρι), να μην περάσει κι αυτό από τις ίδιες συμπληγάδες, όταν θα παντρευτεί.
Οι ασφυχτικές λοιπόν κοινωνικοοικονομικές συνθήκες θα διατηρήσουν το θεσμό της προίκας, με μιαν άλλη παραλλαγή: Την ενίσχυση του ίδιου του παιδιού από το γονιό του. Κι όπως φαίνεται, θα τον διατηρήσουν για πολλά ακόμη χρόνια.
Σ' αυτή την εξέλιξη θα έπρεπε να προσαρμοστεί και η νομοθεσία μας. Και, πρώτα-πρώτα, η φορολογική. Οι δωρεές των γονιών προς τα ενηλικιούμενα παι­διά τους (είτε είναι κορίτσια, είτε αγόρια) θα έπρεπε, σε ορισμένη εύλογη έκτα­ση, να απαλλάσσονται από τη φορολογία. Γιατί, έτσι όπως είναι σήμερα τα πρά­γματα, η φορομπηχτική πολιτική είναι μια σημαντική αναστολή στην ενίσχυση των αδέκαρων παιδιών από τους γονείς τους.

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΑΦΟΡΜΗΣΗ 2


Οικογένεια και αλλαγή
Σύμφωνα με τον Βρετανό κοινωνιολόγο Anthony Giddens «οι μετασχηματισμοί που επηρεάζουν την προσωπική και τη συναισθηματική σφαίρα υπερβαίνουν τα σύνορα της κάθε συγκεκριμένης χώρας». Έτσι, και η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. O εκμοντερνισμός, η τεχνολογία, ο πλούτος, η αστικοποίηση και το lifestyle υπέσκαψαν τα θεμέλια του παραδοσιακού κανονιστικού συστήματος και επέφερε σημαντικές αλλαγές στις αξίες και τις νόρμες της παραδοσιακής-πατριαρχικής κοινωνίας.
παραδοσιακός γάμοςH ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών και η εξάπλωση τους σε μια μεγάλη μερίδα χωρών ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που επηρέασαν τις αξίες, τις αντιλήψεις και κατά συνέπεια τη συμπεριφορά των ανθρώπων. H μοντέρνα κοινωνία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα όπως η εκκοσμίκευση, η εκδημοκρατικοποίηση και ο ατομισμός. Ως αποτέλεσμα νέες αξίες και κανονιστικοί θεσμοί έχουν δημιουργηθεί και εξαπλωθεί ανάμεσα στις δυτικές κοινωνίες. O ιδεολογικός πλουραλισμός, η σχετικότητα, η ρευστότητα και η ανεκτικότητα είναι βασικά στοιχεία τα οποία έχουν αναπτυχθεί.

Οι γενικές αυτές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές συνοδεύτηκαν από μια σειρά αλλαγών στους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς – όπως η οικογένεια. O ρόλος των γυναικών μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα έχει ενδυναμωθεί αφού σήμερα διεκδικούν το δικαίωμα μόρφωσης τους, ένταξης στην αγορά εργασίας, είναι οικονομικά ανεξάρτητες, διεκδικούν μεγαλύτερη νομική ισότητα, έχουν περισσότερη ελευθερία στις κοινωνικές και σεξουαλικές τους σχέσεις ενώ παράλληλα μπορούν να ελέγξουν τη γονιμότητα τους μέσω διαφόρων ιατρικών μεθόδων.
Αυτές οι θεμελιακές αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ελευθερίας και των προσωπικών επιλογών στις συμπεριφορές τους. Έτσι οι σύγχρονες τάσεις εμπερικλείουν σεξουαλικές εμπειρίες σε μικρότερες ηλικίες, λιγότερους γάμους, καθυστέρηση ή ακόμα και μη πραγματοποίηση γάμου, λιγότερα παιδιά, αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου, μεγαλύτερα ποσοστά διαζυγίων και κατ’ επέκταση αύξηση των μονογονεϊκών και θετών οικογενειών και αύξηση των δεύτερων και τρίτων γάμων.
Αυτές οι ραγδαίες αλλαγές έχουν μεγαλύτερη επίδραση παρά τα ηθικά και θρησκευτικά συστήματα. Οι γονείς έχουν χάσει την εξουσία που κατείχαν στις παραδοσιακές κοινωνίες προς τα παιδιά τους. H κοινωνία έχει γίνει λιγότερο αυστηρή και δημοκρατική κυρίως προς στα νεαρά μέλη της. Στις μοντέρνες κοινωνίες οι άνθρωποι έχουν τον πρώτο λόγο στην επιλογή συντρόφου. H ρομαντική αγάπη είναι το πρώτιστο χαρακτηριστικό ενός επιτυχημένου γάμου και το άτομο στη σύγχρονη κοινωνία κατευθύνεται στη δημιουργία ενός γάμου που να ικανοποιεί τις σωματικές, ψυχολογικές και πνευματικές του ανάγκες δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στη μεγαλύτερη προσωπική ευτυχία- δεδομένο το οποίο είναι ένα γνήσιο προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας.
μοντέρνος γάμος Η οικογένεια αποτελεί πεδίο διαμάχης μεταξύ της παράδοσης και της νεωτερικότητας τόσο σε καθημερινό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. To χαμένο καταφύγιο της οικογένειας αποτελεί το θεσμό που περιβάλλεται με τα εντονότερα αισθήματα νοσταλγίας από κάθε άλλο θεσμό με ρίζες στο παρελθόν. Καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι πολιτικοί και διάφοροι άλλοι οργανωμένοι παράγοντες αφορμώμενοι από διάφορα περιστατικά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάρρευση της οικογένειας και μας καλούν να επιστρέψουμε στην παραδοσιακή οικογένεια.
O ρυθμός αυτών των αλλαγών διαφέρει από χώρα σε χώρα αλλά οι τάσεις που παρουσιάζονται είναι παρόμοιες. Πολλοί έχουν τη δυνατότητα να αποτραβηχτούν από τα προβλήματα που δημιουργεί αυτό το κύμα αλλαγής όμως από την άλλη δε υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αποστασιοποίησης αφού οι αλλαγές αυτές έχουν εισχωρήσει βαθιά στην κοινωνική μας ζωή. Αρκετοί υποστηρίζουν πως εάν υπάρξουν αλλαγές στις οικογενειακές δομές, για παράδειγμα αν μειωθούν τα διαζύγια, θα επιλυθούν διάφορα προβλήματα.
Οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πληθώρα οικογενειακών και συγγενικών θεσμών. Στις δυτικές κοινωνίες η παραδοσιακή-πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα η οποία επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Βασικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών-πατριαρχικών κοινωνιών ήταν:
1.  O γάμος στηριζόταν στα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα των δύο συμβαλλομένων οικογενειών· Επομένως ο έρωτας ή η ρομαντική αγάπη δεν αποτελούσε προϋπόθεση, ούτε υπήρχαν προσδοκίες για ανάπτυξη ενός τέτοιου είδους αγάπης. H επιλογή συντρόφου γινόταν από τους γονείς και οι επιθυμίες του ζευγαριού δε θεωρούνταν συνήθως σημαντικές. Για παράδειγμα έτσι, όταν κάποιο άτομο βρισκόταν σε ηλικία γάμου, η επιλογή συντρόφου γινόταν από τους γονείς στη βάση συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων ενώ τα δύο υποψήφια άτομα παρέμεναν, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αμέτοχα στην όλη διαδικασία.
2. H σεξουαλικότητα ήταν άμεσα συνυφασμένη με την αναπαραγωγή. H ανισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική τους ζωή αφού ακολουθούνταν δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορούσε στη σεξουαλικότητα του άντρα και της γυναίκας. Οι άντρες είχαν το δικαίωμα και «έπρεπε» πριν από το γάμο τους να έχουν σεξουαλικές εμπειρίες – όμως θέλοντας να εξασφαλίσουν τη συνέχεια στην καταγωγή και τη μεταβίβαση της περιουσίας, ήθελαν να είναι σίγουροι ότι μια συγκεκριμένη γυναίκα θα ήταν η μητέρα των παιδιών τους. Για αυτό η παρθενιά ήταν μια θεμελιώδης αρετή που έπρεπε να χαρακτηρίζει μια γυναίκα για να μπορέσει να παντρευτεί, ενώ παράλληλα η αφοσίωση και η πίστη προς τον άντρα τους ήταν δύο αρετές που καλλιεργούνταν στα κορίτσια και απαιτούνταν από την παραδοσιακή κοινωνία ώστε να μπορέσει ένας γάμος να στεριώσει.
3.  Οι οικογένειες ήταν πολυμελείς – τα παιδιά αποτελούσαν οικονομική επένδυση για μια οικογένεια αφού τόσο οι αγροτικές εργασίες όσο και οι δουλειές του νοικοκυριού απαιτούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Τα παιδιά έπρεπε να είναι υπάκουα στους γονείς [βρίσκονταν σε παρόμοια κοινωνική θέση όπως και οι γυναίκες] ενώ παράλληλα, δεν ανατρέφονταν με βάση τις ψυχοσωματικές τους ανάγκες αλλά οι γονείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συνεισφορά τους στις κοινές οικογενειακές ασχολίες που είχαν ως στόχο την επιβίωση της οικογένειας. Αυτό φυσικά δε σήμαινε πως οι γονείς δεν αγαπούσαν τα παιδιά τους αλλά οι προσδοκίες από τα παιδιά τους επικεντρώνονταν κυρίως στα θέματα επιβίωσης της οικογένειας ως συνόλου. Παράλληλα θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία τη χρήση ακόμα και των τότε πρωτόγονων μεθόδων αντισύλληψης αφού πίστευαν πως τα παιδιά είναι «ευλογία για την οικογένεια» λέγοντας πως όσα παιδιά τους στείλει ο Θεός θα είναι καλοδεχούμενα.
O σύγχρονος γάμος και οικογένεια
H ισότητα και η αλλαγή έχουν γίνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικογένειας. Στο παρελθόν οι ανάγκες του ατόμου έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα αφού προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες του συνόλου της οικογένειας. Σε αντίθεση σήμερα, υπάρχει μια στροφή προς το άτομο και τις ατομικές του ανάγκες. Υπάρχει παράλληλα μια μετατόπιση από τους εξωτερικούς ελέγχους της συμπεριφοράς του ατόμου (αυστηρές απαγορεύσεις που επέβαλλε προς το άτομο η παραδοσιακή κοινωνία) στους εσωτερικευμένους ελέγχους που σχετίζονται με τη συνείδηση του κάθε ατόμου (τα συναισθήματα ενοχής και τύψεων). H ομοιομορφία που υπήρχε παλαιότερα ανάμεσα στα μέλη κάθε κοινωνίας ήταν αποτέλεσμα του έντονου κοινωνικού ελέγχου που ασκούσε η κοινωνία στα μέλη της, φαινόμενο που σήμερα περιορίζεται αφού οι πράξεις του ατόμου καθοδηγούνται από εσωτερικούς, εξατομικευμένους ελέγχους.
Σήμερα υπάρχει μια πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν τις προτιμήσεις στην επιλογή συντρόφου, τις επιλογές και τα αποτελέσματα αυτών των σχέσεων.
Successful-MarriageΔιάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ένα αριθμό σημαντικών παραγόντων που συμβάλουν στην ευτυχία ή τη δυστυχία ενός ζευγαριού. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι:
1. H ταύτιση προσωπικότητας: η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του καθενός είναι σημαντική αφού αυξάνει τη συναισθηματική εγγύτητα και βοηθά στη σωστή καλλιέργεια μιας σχέσης. Όσο πιο αρεστά είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και κάποιες συνήθειες του/της συντρόφου τόσο πιο ικανοποιητική είναι η σχέση. Χαρακτηριστικά όπως: η ευερεθιστότητα, η κυκλοθυμία, το πείσμα, η ζήλια και η κτητικότητα είναι χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα και προβλήματα μέσα στη σχέση ενώ χαρακτηριστικά όπως: η κατανόηση, η τρυφερότητα, η υπομονή και η δημοκρατικότητα είναι χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούν θετικά συναισθήματα και βοηθούν τη σχέση να αναπτύσσεται.
2. Οι ικανότητες επικοινωνίας: η ικανότητα της ακρόασης των σκέψεων και των συναισθημάτων του ενός συντρόφου από τον άλλο πάνω σε όλα τα θέματα που αφορούν ένα ζευγάρι αλλά και η ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών που αφορούν την καθημερινότητα είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τα οποία πρέπει να υπάρχουν σε μια σχέση για να είναι λειτουργική.
3. Οι δεξιότητες επίλυσης των συγκρούσεων: τα ζευγάρια που έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν τα προβλήματα που τυχόν να δημιουργούνται μέσα στη σχέση τους και έχουν την ικανότητα να επιλύουν τις διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ τους έχουν μια πιο θετική και λιγότερο φορτισμένη σχέση από ότι τα ζευγάρια που παρόλο που αναγνωρίζουν τα προβλήματα που πιθανόν να υπάρχουν ανάμεσα τους τα αφήνουν ελπίζοντας κατά κάποιο τρόπο ότι θα ξεχαστούν.
4. Οι ικανότητες διαχείρισης των οικονομικών: τα οικονομικά είναι ένας παράγοντας κλειδί στις σχέσεις και ο σωστός προγραμματισμός του οικογενειακού προϋπολογισμού είναι ένα ζήτημα που αποφορτίζει το ζευγάρι από περιττό άγχος και ανασφάλεια. Κάποιοι άνθρωποι λόγω χαρακτήρα τείνουν να είναι πολυέξοδοι, άλλοι να είναι πιο οικονόμοι. H πλειοψηφία ρίσκεται κάπου στη μέση. Διαφωνίες για τον τρόπο που ξοδεύονται τα χρήματα δημιουργούν συγκρούσεις και πολλές φορές αλυσιδωτά προβλήματα ανάμεσα στο ζευγάρι.
5.  H συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες ψυχαγωγίας: η συμμετοχή σε τέτοιου είδους δραστηριότητες ενδυναμώνει και αναζωογονεί τη σχέση
6. Οι σεξουαλικές σχέσεις: οι σεξουαλικές σχέσεις είναι ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας και έκφρασης των δύο συντρόφων και αποτελεί συνήθως το δείκτη της ποιότητας μιας σχέσης. Όταν υπάρχει επικοινωνία στους υπόλοιπους τομείς της ζωής ενός ζευγαριού οι σεξουαλικές σχέσεις ενδυναμώνουν τη σχέση και δένουν περισσότερο το ζευγάρι. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που η σχέση είναι δυσλειτουργική παρουσιάζεται συναισθηματική απομάκρυνση και κατά συνέπεια, τις περισσότερες φορές, δημιουργείται ψυχρότητα και στη σεξουαλική σχέση του ζευγαριού.
7. H συμφωνία για θέματα που αφορούν στα παιδιά και στη γονεϊκότητα: το ζευγάρι θα πρέπει να συμφωνήσει για το κατά πόσο θέλει να αποκτήσει παιδιά και πως θέλει να τα μεγαλώσει. Διαφορές που αφορούν στον τρόπο ανατροφής, στην πειθαρχία και στις αξίες που θέλει να μεταδώσει στα παιδιά του ο κάθε γονέας πολλές φορές δημιουργούν συγκρούσεις ανάμεσα τους.
8. Οι καλές σχέσεις με την ευρύτερη οικογένεια και τους φίλους: οι σχέσεις με τα πεθερικά, άλλους συγγενείς και φίλους μπορούν είτε να ενδυναμώνουν είτε να προκαλέσουν προβλήματα σε ένα γάμο. Av δεν υπάρξει αποτελεσματικός και προσεκτικός χειρισμός αυτών των προκλήσεων μπορούν να δημιουργήσουν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο ζευγάρι.
9.  συμφωνία στους ρόλους: το ζευγάρι θα πρέπει να κάνει μια τέτοια κατανομή ευθυνών ώστε να δουλεύει καλύτερα η σχέση για αυτούς. Οι δύο βασικοί τύποι κατανομής ευθυνών είναι: 1. η ισότιμη κατανομή των ευθυνών για το σπίτι και τα παιδιά και 2. η πιο παραδοσιακή κατανομή ευθυνών όπου ουσιαστικά οι ευθύνες για το σπίτι και τα παιδιά επιβαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά τη γυναίκα, και τέλος
10.  Οι ψυχικές/πνευματικές αξίες: οι πνευματικές αξίες, όπως για παράδειγμα η θρησκευτικότητα/θρησκευτική πίστη είναι ένας παράγοντας που είτε δημιουργεί ένα δυνατό δεσμό ανάμεσα στο ζευγάρι, είτε δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις.
Έτσι σήμερα η σχέση ενός ζευγαριού είναι μια συνεχής και επίπονη διαδικασία, που χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και από τους δύο συντρόφους για να διατηρεί ένα αρκετά ψηλό βαθμό ικανοποίησης μέσα από τη συνεχή αναζήτηση νέων τρόπων αναζωογόνησης και ενδυνάμωσης της σχέσης τους, σε μια πολύπλοκη και απαιτητική σύγχρονη κοινωνία.

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΑΦΟΡΜΗΣΗ 1


Η θέση των δύο φύλων


Είναι γνωστό σε όλους ότι οι ρόλοι των δύο φύλων δεν προέκυψαν αυθαίρετα αλλά δη
μιουργήθηκαν και στηρίχθηκαν πάνω στη θέση που κατείχαν τα δύο φύλααρσενικό και θηλυκόαπό την αρχαιότητα ακόμη έως και σήμεραΗ θέση των δύο φύλων καθόρισε και τους ρόλους που διαδραμάτιζαν τα άτομα σε κάθε κοινωνίαΤο σύστημα των φύλων μπορεί ανάλογα την κοινωνία που αναφερόμαστε να ορίζεται διαφορετικάαλλά παραμένει για όλες τις κοινωνίες ένα σύστημα ασύμμετρο καθώς το ένα φύλο θεωρείται κατώτερο από το άλλο και αυτό είναι πάντα το γυναικείο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες τις κοινωνίες και τους αιώνες οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι διαφορετικά αφού κατ
αρχάς διαφέρουν ανατομικά αλλά και ποιοτικάστο πνεύμαστην ψυχή και στις ικανότητεςΔιάχυτη ήταν η άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να κάνουν τα ίδια πράγματα ούτε να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο


Η θέση των δύο φύλων από την εμφάνιση του ανθρώπου και μετά έχει υποστεί αρκετές αλλαγές μέχρι να φτάσει στη σημερινή πραγματικότηταΞεκινώντας από τους πρώτους ανθρώπους είναι βέβαιο πως δεν κατανοούσαν τη σχέση ανάμεσα στη σεξουαλική επαφή και τη γέννησηΟι άνδρες που γίνονταν πατέρες δεν είχαν καμία απόδειξη ότι αυτό το γεγονός ήταν το αποτέλεσμα της σεξουαλικής τους επαφής με κάποια γυναίκαΈτσι για πολλά χρόνια οι γυναίκες είχαν σαφέστατα μεγαλύτερη εξουσία απέναντι στους άντρες αφού αυτές θεωρούνταν οι μοναδικές υπεύθυνες για αυτό το "θαύματης ικανότητας τους να δίνουν ζωήΑυτή η θηλυκή αναπαραγωγική δύναμη δημιουργούσε στον πρωτόγονο άνθρωπο ένα πλήθος από αντιφατικά συναισθήματαΑπό τη μια σεβασμόδέοςυποταγή αλλά και αμφιβολία αφού δε μπορούσε να κατανοήσει την αντίφαση στο ότι η γυναίκα δίνει ζωή και από την άλλη χάνει ζωή με την έμμηνο ρύσηΣτο μυαλό του πρωτόγονου ανθρώπου το πρώτο συνδέθηκε με το καλό και το δεύτερο με το κακόΈτσι το θηλυκό από εκείνη την εποχή κιόλας αποτέλεσε την πηγή του καλού και του κακούΑυτή η αντίληψη ρίζωσε στο μυαλό των ανθρώπων, με το πέρασμα των χρόνων εδραιώθηκε και έγινε ταμπού που επιβιώνει ακόμη και σήμεραΠλήθος λαϊκές ρήσεις και παροιμίες επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν οι άνθρωποι από τις γυναίκεςΧαρακτηριστικό το εξής: "Πυργυνή και θάλασσα", οι τρεις μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τον άνθρωποΑυτός ο ιστορικά αποδεδειγμένος φόβος για τις γυναίκες καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική στάση απέναντι τους από τη στιγμή της γέννησης τους κιόλας.
Όταν όμως έγινε γνωστός ο ρόλος του άντρα στην αναπαραγωγή οι ρόλοι αντιστράφηκανΤότε η εξουσία και το κύρος της γυναίκας μειώθηκαν και ο άντρας που μέχρι τότε ήταν στην αφάνεια απέκτησε τη μεγαλύτερη εξουσία από τα δύο φύλαΑποτέλεσμα τούτου και για χάρη της εξασφάλισης της πατρότητας ήταν να περιορίσουν τη σεξουαλική ελευθερία των γυναικών χωρίς βέβαια να ισχύει το ίδιο και για τους άντρεςφαινόμενο που διατηρείται μέχρι και σήμεραΜε αυτό τον τρόπο γεννιέται η πατριαρχία για να εξυπηρετήσει ως μοναδικό της σκοπό την περιθωριοποίηση της γυναίκας κάτω από τον πλήρη έλεγχο των ανδρών.
Την τέταρτη χιλιετία πχ στη Μέση Ανατολή άνθησε ο πολιτισμός των ΣουμέριωνΓια ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η πολυανδρία ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένοΥπήρξε όμως ένας άντραςένας Σουμέριος βασιλιάς που έβαλε τέλος στην πολυανδρία και αντέστρεψε τα έθιμα του γάμου καθιερώνοντας ως απόλυτο ανδρικό πρότυπο το σύζυγο που μπορούσε να παντρευτεί πολλές γυναίκεςΕπιπρόσθετα γύρω στο 1700 πΧ ένας άλλος λαός της Μέσης Ανατολής οι Βαβυλώνιοι μέσω του βασιλιά τους καθιέρωσαν τον Κώδικα του βασιλιά ΧαμουραμπίΣύμφωνα με αυτόν τον κώδικα μια γυναίκα μπορούσε να χωρίσει μόνο στην περίπτωση που είχε σκληρό σύζυγο και ένας άντρας μπορούσε να παντρευτεί μια δεύτερη γυναίκα εάν η πρώτη δε μπορούσε να κάνει παιδιάΑκόμη ο σύζυγος μπορούσε να είναι άπιστος προς τη γυναίκα του χωρίς να τιμωρείται αλλά εάν αποπλανούσε ένα αθώο νέο κορίτσι η τιμωρία ήταν αποκεφαλισμόςΑντίθετα για τις γυναίκες η διάπραξη απιστίας συνεπάγεται με αυστηρή τιμωρίαΌπως αναφέρεται χαρακτηριστικά η γυναίκα σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να "φασκιωθεί", να δεθεί σφιχτά και να ριχτεί στο ποτάμι για να πνιγεί Μόνο στην περίπτωση που η απιστία της γυναίκας οφειλόταν σε παραμέληση του συζύγου της ο νόμος ήταν πιο "επιεικήςδίνοντας της την ευκαιρία να σωθεί αφού την έριχναν μεν στο ποτάμι για να πνιγεί αλλά δεν την έδεναν.
Ο κώδικας του βασιλιά Χαμουραμπί επηρέασε σημαντικά τους νόμους του λαού των Εβραίωνπου σχημάτισαν τρεις χιλιάδες χρόνια πριν το έθνος του ΙσραήλΚαι σε αυτήν την ιστορική περίοδο η απιστία αποτελεί σοβαρότατο αμάρτημα και αυτό φαίνεται από την επιταγή της έβδομης εντολής : "Ου μοιχεύσεις". Στο αρχαίο Ισραήλ οι γυναίκες είχαν ελάχιστα δικαιώματα και κάποια μικρή ιδιοκτησίαΟ προορισμός τους από τότε ακόμη ήταν να γίνουν σύζυγοι και μητέρεςΟι άντρες κυριαρχούσαν και είχαν σχεδόν απόλυτη εξουσία επιβάλλοντας τις απόψεις τους για κάθε ζήτημα.
Με το Χριστιανισμό εδραιώνεται ακόμη περισσότερο η θέση της μητέρας στην κοινωνίαΗ ενσάρκωση της Παναγίας ως μητέρας -τροφού είναι ίσως η πιο θετική εικόνα για τις γυναίκεςΤα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούν για να προσφωνήσουν την Παναγία ισοδυναμούν με τις αρετές που πρέπει να συγκεντρώνει η γυναίκαΗ Παναγία διέθετε όλες αυτές τις αρετές για να φέρει στον κόσμο τον Θεάνθρωπο που μετά τη γέννηση του αναγορεύτηκαν σε θείες αρετές και αδιαμφισβήτητες ηθικές αξίες για όλες τις γυναίκεςΜε αυτό τον τρόπο το κράτος έχοντας ως βάση και στήριγμα την Εκκλησία και τα ιερά κείμενα μπορεί να υποτάσσει τις γυναίκες ακόμη περισσότεροΕπομένως το πατριαρχικό σύστημα εξουσίας ενσωματώνοντας τις αξίες του χριστιανισμού και τα ιερά κείμενα καθιερώνει το ρόλο της μητέρας για τις γυναίκες ως τον υπέρτατο ρόλο λόγω και της θείας καταγωγής πλέον από την Παναγία.
Από αυτή την ιστορική στιγμή και έπειτα η μητρότητα ως θεϊκή λειτουργίαεκτός βέβαια από κοινωνική αρετή ενισχύθηκε σε ύψιστο βαθμόΌταν ένας κοινωνικός θεσμός που ήδη υπάρχει εμπλουτιστεί με κάποια θεϊκή προέλευση τότε μετασχηματίζεται σε ανώτερο κοινωνικό θεσ
μόγίνεται δηλαδή απόλυτη κοινωνική αλήθειακάτι σαν τους φυσικούς νόμους.


Τέλος αξίζει να αναφερθεί η συμβολή της ψυχολογίας στην ανάδειξη της κατωτερότητας του γυναικείου φύλου που με κύριο εκφραστή τον Ρτευά και την ψυχαναλυτική προσέγγιση υποστήριξε ότι η ανατομία είναι πεπρωμένουποστηρίζοντας έτσι τις ανατομικές διαφορές των δύο φύλων και την κατά συνέπεια κατωτερότητα της γυναίκας έναντι του άνδραΗ όποια διερεύνηση της γυναικείας προσωπικότητας και συμπεριφοράς ως διαφορετικής εστιάστηκε στη βιολογική λειτουργία της αναπαραγωγήςΗ οπτική αυτή σύμφωνα με την παραδοσιακή κατανομή των φυλετικών ρόλων συνοδεύτηκε από την ταξινόμηση της πραγματικότητας με βάση τα φύλα και καθορίστηκε η απόλυτη ταύτιση του άντρα με τον πολιτισμό και της γυναίκας με τη φύση.
Υπάρχουν ακόμη πολυάριθμα στοιχεία και παραδείγματα μέσα στην ιστορία που επιβεβαιώνουν τις αδιάκοπες προσπάθειες της ανδροκρατούμενης κοινωνίας για την ανάδειξη της κατωτερότητας του γυναικείου φύλουΑυτές οι εικόνες και οι ρόλοι όμως που έχουν αποδοθεί στις γυναίκες από την ανδροκρατική κοινωνία είχαν ένα και μοναδικό σκοπό να εξυπηρετούν τις ανάγκες των ανδρών και να υπερτονίζουν την υπεροχή τουςΕίναι κάτι παραπάνω από βέβαιο όμως ότι αυτό δεν είναι αληθές διότι εάν η κατωτερότητα του γυναικείου φύλου ήταν κάτι το αυταπόδεικτο τότε δε θα ήταν ανάγκη να υπάρχουν τόσοι κανόνες και τόσες προδιαγραφές για τη γυναικεία συμπεριφορά.
Στη σημερινή εποχή οι Ευρωπαίες και Αμερικανίδες γυναίκες τόσο οικονομικά όσο και θεσμικά βρίσκονται σαφώς σε πλεονεκτικότερη θέση από τις γυναίκες στην Ινδίατο Ισραήλ ή την Τουρκία χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι άνδρες Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι τις θεωρούν και τις αντιμετωπίζουν ως ισότιμες με αυτούςΑυτό αποδεικνύεται περίτρανα με το πλήθος των ζητημάτων αναφορικά με την άνιση μεταχείριση των γυναικών που συνεχώς ασχολούνται στην Επιτροπή Ισότητας του Ευρωπαϊκού ΚοινοβουλίουΌμως και στην Ελλάδα γίνεται εμφανές από τα θέματα που απασχολούν τους φορείς για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικώνόπως είναι η Γενική Γραμματεία Ισότητας ή το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας.
Ση
μαντική υπήρξε η συνεισφορά του γυναικείου κινήματος τόσο στην ανάδειξη των ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα όσο και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικώνΤο γυναικείο κίνημα εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου αιώναεπεκτάθηκε και θεμελιώθηκε το 19° και μαζικοποιήθηκε τον 20° και ιδιαίτερα στο τέλος της δεκαετίας του '60. Μέσα λοιπόν από τους αγώνες του κινήματος αναδείχτηκαν οι κοινωνικές ανισότητες εις βάρος των γυναικών σε όλους τους και να σας περιγράψουν τη συμπεριφορά τουΕπαναλάβετε τη διαδικασία ρωτώντας τους τη δεύτερη φορά τι πιστεύουν για τη ΜαίρηΤο μωρό θα είναι και στις δύο περιπτώσεις το ίδιοΌποιο κι αν είναι πραγματικά το φύλο του μωρούτον Μάρκο θα τον περιγράψουν ως ζωηρόπονηρούληδυνατό ενώ τη Μαίρη αξιαγάπητηχαριτωμένηυπέροχη και γλυκιά." Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα ευρήματα κάποιων ερευνών πάνω στο θέμα των στερεότυπων χαρακτηριστικών που αποδίδονται και στα δύο φύλαΒρέθηκε λοιπόν ότι τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο ανδρικό στερεότυπο αξιολογούνται ως θετικά συχνότερα από τα γυναικεία χαρακτηριστικάΕπιπλέον το σύνολο των χαρακτηριστικών που αξιολογούνται θετικά συνεπάγονται επιβολήορθολογισμό και ικανότητα ενώ τα αντίστοιχα θετικά χαρακτηριστικά των γυναικών φανερώνουν αγάπηστοργή και συναισθηματισμόΑκόμη βρέθηκε ότι τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας που εμπεριέχονται στο στερεότυπο του κάθε φύλου έχουν ενσωματωθεί στην αντίληψη του εαυτού τόσο των γυναικών όσο και των αντρώνΤέλος τα στερεότυπα των φύλων παρά τις όποιες εξελίξεις έχουν σημειωθεί στην κοινωνική θέση της γυναίκας εξακολουθούν να επικρατούν ανεξάρτητα από την ηλικίατο θρήσκευματο φύλοτην οικογενειακή κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο των ατόμων.
Μια ά
μεση συνέπεια των στερεότυπων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας που αποδίδονται στα δύο φύλακυρίως δε εις βάρος των γυναικώναφορά στο διαχωρισμό των επαγγελμάτων και των θέσεων εργασίας με βάση το φύλοΜπορεί βέβαια θεσμικά 5


όλα σχεδόν τα επαγγέλ
ματα να μπορούν να ασκηθούν και από τα δύο φύλαωστόσο ο διαχωρισμός σε τυπικά "γυναικείακαι τυπικά "αντρικάεξακολουθεί να αποτελεί μια καθιερωμένη κοινωνική πρακτική σε όλο το δυτικό πολιτισμόΑυτός ο διαχωρισμός γίνεται με βάση τα στερεότυπα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στα δύο φύλα δηλαδή τους τρόπους συμπεριφοράςτις ικανότητες και τις επιδεξιότητες που απαιτούνται για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.


Επομένως τα επαγγέλματα που θεωρούνται τυπικά "γυναικείαπροϋποθέτουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας που στερεότυπα αποδίδονται στις γυναίκες και που εμπεριέχονται στο ρόλο της συζύγουτης νοικοκυράς και της μητέραςΜερικά από τα στερεότυπα τυπικά γυναικεία επαγγέλματα είναι τα εξήςκοινωνική λειτουργόςνηπιαγωγόςδασκάλαγραμματέαςνοσοκόμα, μαίαπωλήτριαρεσεψιονίσττηλεφωνήτριακομμώτριακαθαρίστρια, μοδίστρα και άλλα
Από την άλλη τα επαγγέλματα που θεωρούνται τυπικά "αντρικάπροϋποθέτουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας που στερεότυπα αποδίδονται στους άντρεςΜερικά από τα στερεότυπα αντρικά επαγγέλματα είναι τα ακόλουθα: μαθηματικόςπολιτικός μηχανικόςγιατρόςδικηγόροςπολιτικόςαρχιτέκτοναςπιλότοςεπιστήμοναςδιευθυντής εταιρείαςστέλεχος επιχείρησηςοδηγός λεωφορείουδικαστήςδήμαρχος και άλλα
Είναι ευδιάκριτο ότι τα στερεότυπα γυναικεία επαγγέλματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επαγγέλματα προσφοράς υπηρεσιών και παροχής φροντίδας προς τους άλλους και βασίζονται στην εκ φύσεως ανάγκησύμφωνα πάντα με τα στερεότυπατης γυναίκας να προσφέρει στους άλλους φροντίδα από την ευαισθησία της για τις ανάγκες των άλλωνΑντίθετα τα στερεότυπα αντρικά επαγγέλματα χαρακτηρίζονται από το κύρος που προσδίδουντην κοινωνική αναγνώριση αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να τα ασκήσει όπως είναι η ευστροφίαη δημιουργικότητα, -η έμφυτη κλίση στις επιστήμεςη μυϊκή δύναμη και γενικά όλα τα στερεότυπα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους άντρες.


Θα ήταν βέβαια ανακριβές να ισχυριστεί κανείς πως στη ση
μερινή εποχή οι γυναίκες δεν καταλαμβάνουν θέσεις στην αγορά εργασίας που παραδοσιακά κατείχαν οι άντρεςΠράγματι πολλές γυναίκες έχουν εισχωρήσει σε επαγγέλματα που θεωρούνταν ως αντρικάόπως του γιατρούτου δικηγόρουτου μηχανικούτου αρχιτέκτονατου πολιτικούΠολύ συχνά όμως καταλαμβάνουν ιεραρχικά κατώτερες θέσεις από τους άντρεςΈτσι για παράδειγμα οι γυναίκες γιατροί ειδικεύονται περισσότερο ως παιδίατροι, μικροβιολόγοι ή ψυχίατροι παρά ως χειρούργοι ή μαιευτήρεςΟι γυναίκες δικηγόροι πιο συχνά γίνονται συμβολαιογράφοι ή αναλαμβάνουν υποθέσεις διαζυγίων ενώ πολύ σπάνια γίνονται ποινικολόγοι ή δικαστικοί Οι γυναίκες μηχανικοί ή αρχιτέκτονες αναλαμβάνουν την εκπόνηση κυρίως σχεδίων για κατοικίες παρά για μεγάλα έργαγέφυρες ή εργοστάσια.


Ακόμη και σε χώρους όπου παραδοσιακά υπερέχουν τα ποσοστά των γυναικών όπως είναι ο χώρος της εκπαίδευσης πάλι οι θέσεις που κατέχουν οι γυναίκες είναι κατώτερες ιεραρχικάΕνώ σχεδόν πάντα υπερέχουν αριθμητικά οι γυναίκες δασκάλες από τους άντρες ωστόσο οι άντρες γίνονται συνήθως διευθυντές του σχολείου ή αναλαμβάνουν τις μεγαλύτερες τάξεις ενώ οι γυναίκες τις μικρότερες τάξεις
Αξιοσημείωτο είναι το παράδειγμα της πολιτικής όπου ενώ οι γυναίκες ασφαλώς έχουν αποκτήσει δικαίωμα ψήφου αλλά και το δικαίωμα να εκλέγονται εδώ και αρκετά χρόνιαωστόσο η συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή του τόπου είναι σε χαμηλά ποσοστάΜέχρι σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα έχουν εκλεγεί πρωθυπουργοί ή πρόεδροι κυβερνήσεων μόνο δεκατέσσερις γυναίκες και ασφαλώς στην Ελλάδα καμία.
Τα ποσοστά δε των γυναικών που εκλέγονται στην ελληνική Βουλή είναι χα
μηλά αν σκεφτεί κανείς ότι στις πρόσφατες εκλογές του Μαρτίου του 2004 μόλις 39 από τους 300 βουλευτές είναι γυναίκες στο ελληνικό κοινοβούλιο και όλοι μιλούσαν για την μεγάλη αύξηση του ποσοστού των γυναικώνΑκόμη και η πρόταση της νέας κυβέρνησης να οριστεί πρόεδρος της Βουλής γυναίκα συνοδεύτηκε με το σχόλιο ότι για πρώτη φορά στο νεοελληνικό κράτος θα καταλάβει γυναίκα το τρίτο κατά σειρά αξίωμα του κράτουςενισχύοντας έτσι την άποψη ότι ακόμη και σήμερα είναι σπάνιο φαινόμενο για μια γυναίκα να εισχωρήσει σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους χώρους
Συμπερασματικά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί είναι ότι οι στερεότυπες κοινωνικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα και οι διακρίσεις και ανισότητες που προκύπτουν σε βάρος των γυναικών ελάχιστα οφείλονται ή δικαιολογούνται από τις βιολογικές διαφορές των δύο φύλωνΑντίθετα πρόκειται για ένα κοινωνικοπολιτισμικό δημιούργημα που όπως ήδη έχει επισημανθεί διαιωνίζει και αναπαράγει τις στερεότυπες κοινωνικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα μέσω της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης των ατόμων.



                         Η αντίληψη της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας

                                   ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 3/10/2011
Τα στερεότυπα για το φύλο αναφέρονται στις στάσεις και τις αντιλήψεις σχετικά με την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Η διαμόρφωση των πεποιθήσεων αυτών ενέχει έντονα πολιτισμικά στοιχεία και εξελίσσεται διαχρονικά.
 Η ταυτότητα του βιολογικού, ψυχολογικού και κοινωνικού ρόλου εμφανίζεται στην ηλικία των δύο ετών, μετασχηματίζεται κατά τη λύση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και παγιώνεται κατά την εφηβεία. Οι διαφορές στα φύλα, παρά το δυναμισμό του κινήματος για τη γυναικεία χειραφέτηση, τις διακηρύξεις για την ισότητα και τις κοινωνικές αναπροσαρμογές του ρόλου της οικογένειας, έχουν μείζονα σημασία, τόσο στη διαμόρφωση του εγώ, όσο και στις αιτιακές αποδόσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών.
Διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ότι τα κορίτσια – είτε εκ φύσεως είτε ως επίκτητη ιδιότητα- ωριμάζουν νωρίτερα σε σύγκριση με τα αγόρια, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, είναι υγιέστερα, υπερτερούν στην ανάπτυξη του γλωσσικού κώδικα, αντιλαμβάνονται επιτυχέστερα τα συναισθήματα. Τα αγόρια συνήθως επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αυτονομία, εμπλέκονται σε πιο έντονες μορφές παιχνιδιού, είναι περισσότερο διεκδικητικά και πιο δημιουργικά.
Σε έρευνα του Helson (1967) επιτυχημένες γυναίκες μαθηματικοί (επαγγελματική ιδιότητα στην οποία κατά κύριο λόγο διαπρέπουν άνδρες) βαθμολογήθηκαν όσον αφορούσε γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους. Τα χαρακτηριστικά, που τους αποδόθηκαν και εξηγούσαν την έφεσή τους στα Μαθηματικά, αναφέρονται κυρίως σε άντρες: φιλοδοξία, αυθορμητισμός, αυθεντικότητα, επιμονή, ψυχικό σθένος, διεκδικητικότητα, αυτονομία, τάση για επίτευξη, αυτοεκτίμηση.
Είναι γεγονός ότι πέρα από τα βιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τα οποία ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, οι ενήλικες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα αγόρια και τα κορίτσια σε όλα τα στάδια της εξέλιξης: Επιτρέπουν στα αρσενικά βρέφη να απομακρύνονται περισσότερο, ακόμα και εκτός οπτικού τους πεδίου, τους παρέχουν αμοιβές καθώς εξερευνούν το χώρο και τα αντικείμενα, προσεγγίζουν με μεγαλύτερη τρυφερότητα τα κορίτσια και τους φέρονται σα να ήταν εύθραυστα, δίνουν περισσότερες λεκτικές οδηγίες στα θηλυκά παιδιά, ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις παρέες των αγοριών, καθορίζουν το ντύσιμο και τη φροντίδα του σώματος, επιτρέποντας περισσότερα ναρκισσιστικά στοιχεία στα κορίτσια.
Αν και η ρήση ‘ Η ανατομία είναι μοίρα’ αμφισβητήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα, Σε γενικές γραμμές οι διεθνείς έρευνες συγκλίνουν στο ότι τα ανδρικά στερεότυπα εγκαθιδρύουν την εικόνα ενός ατόμου προσανατολισμένου προς το έργο, λογικού και ικανού στην επίλυση προβλημάτων και σε ένα γυναικείο πρότυπο πιο επικοινωνιακού, με ενδιαφέρον για το κοινωνικοσυναισθηματικό κλίμα και περισσότερο παθητικού.(…)
Παλαιότερες έρευνες στην Ελλάδα διαπίστωναν ότι η αντίληψη του φύλου είναι πολύ ισχυρή και ότι η απόκλιση από τα στερεότυπα οδηγούσε σε κοινωνικό στιγματισμό. Η χειραφέτηση της γυναίκας καθυστέρησε σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και κατοχυρώθηκε περισσότερο νομοθετικά, παρά ως αντανάκλαση κοινωνικής προόδου, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων. Η οικογένεια, που συνεπικουρούμενη από το σχολείο, αποτελεί τον κυριότερο κοινωνικοποιητικό θεσμό, δέχεται ισχυρά πλήγματα, με τη συχνότητα των διαζυγίων να αυξάνεται κατακόρυφα, η μονογονεικότητα  επεκτείνεται και σε μη αστικές περιοχές ως αποδεκτή μορφή οικογένειας και η συμβίωση αναγνωρίζεται θεσμικά..(…)
Οι Έλληνες νέοι, ακόμα κι αν προέρχονται από διαζευγμένους γονείς, οραματίζονται τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας, η οποία αναπαράγει τα στερεότυπα του φύλου, αντλούν συναισθηματική πληρότητα από αυτήν (σε ποσοστό 60%), περισσότερο από ότι από τους φίλους ή τους ερωτικούς συντρόφους.

  •   ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΑΝ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΣΥΖΎΓΟΥ
                  (π. Αντώνιος Στυλιανάκης,   παιδοψυχίατρος - ψυχοθεραπευτής παιδιών και νέων)

«Οσο κι αν φαίνεται σε έναν εξωτερικό παρατηρητή παράλογο, βλέπεις πολλές φορές γονείς που λένε στα παιδιά τους « για σας δουλεύουμε, για να ζήσετε καλύτερα αύριο» , και απουσιάζουν όλη την ημέρα από το σπίτι (όπως πριν λίγες μέρες που ήρθε μια μητέρα στο ιατρείο και μου έλεγε ότι επιστρέφει στις 8 μ.μ. επειδή την αναγκάζουν να κάνει υπερωρίες! Όμως ο γιός της στην αρχή της εφηβείας, αφ΄ότου εκείνη απουσιάζει, εγκατέλειψε τα μαθήματα και αλητεύει στους δρόμους. Στο όνομα λοιπόν, του αύριο θυσιάζεται το σήμερα και τελικά ναρκοθετείται και αυτό ακόμη το αύριο! Έτσι μετά από μερικά χρόνια θα γυρίσουν τα παιδιά και θα τους πουν " εμείς δεν θέλαμε τα λεφτά σας , αλλά εσάς θέλαμε, να σας έχουμε κοντά μας όταν αισθανόμασταν την ανάγκη αυτή σαν παιδιά, σαν έφηβοι, σαν νέοι...". Τι να τα κάνει τα όσα χρήματα ένας νέος όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, όταν αισθάνεται μόνος και αποξενωμένος στη ζωή, όταν έμαθε να έχει μόνο παροχές αλλά όχι να διαχειρίζεται τα αγαθά που του προσφέρονται... Είναι προτιμότερο να μην έχει χρήματα και να είναι συναισθηματικά ώριμος και ικανός να εργαστεί μόνος και να τα αποκτήσει
  •   Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ 2 ΦΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
virtualschool.web.auth.gr/2.2-3/Praxis/TheodorouKoutlisInequality.html
Η εκπαίδευση δεν ήταν πάντα ανοιχτή για τις γυναίκες. Οι διάφορες κοινωνίες, σε όλες τις προγενέστερες χρονικές περιόδους, διαμόρφωσαν και θεσμοθέτησαν μια γυναίκα ικανή να εργάζεται, κυρίως μέσα στο σπίτι, και όταν οι κοινωνικό-οικονομικές ανάγκες το επέβαλαν και έξω από το σπίτι, αλλά όχι αρκετά ευφυή για να μορφωθεί. Ειδικότερα, το 19ο αιώνα που οι γυναίκες αρχίζουν να διεκδικούν αγωνιστικά το δικαίωμα στη μόρφωση, συναντούν τα μεγαλύτερα εμπόδια. Άλλωστε τι χρειάζονται τη μόρφωση οι γυναίκες, αφού κατά την κρατούσα άποψη της εποχής, όπως εκφράζεται από τον Όσκαρ Ουάιλντ «οι γυναίκες είναι διακοσμητικό φύλο, καμιά γυναίκα δεν είναι μεγαλοφυΐα». Το δικαίωμα συμμετοχής των κοριτσιών στην εκπαίδευση κερδήθηκε σταδιακά.
(…)
Η κοινωνιολογία της εκπ/σης κατάφερε να δείξει, ότι το σχολείο δεν είναι ενοποιητικό και απελευθερωτικό, αλλά συμβάλλει στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και στη διαιώνιση των ανισοτήτων. Στη χώρα μας, οι εκπ/κοί θεσμοί αναπαράγουν την ανισότητα των δυο φύλων, δεν παρέχουν ισότητα ευκαιριών, και μέσα τους επιβιώνουν και αναπτύσσονται και νέες άμεσες και έμμεσες διακρίσεις φύλου που διαφοροποιούν τις δυνατότητες μάθησης των κοριτσιών και των αγοριών.
Σε ότι αφορά το θεσμικό πλαίσιο απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο αλλά όπως έχει διαφανεί μέσα από έρευνες, οι εκπ/κές πρακτικές με άμεσο τρόπο θέτουν σε πλεονεκτικότερη θέση τα αγόρια, και περιορίζουν συγκριτικά τη δυνατότητα μάθησης και επιτυχίας των κοριτσιών. Επίσης οι εκπ/κές πρακτικές και η εκπ/κή διαδικασία ενισχύει και αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα για τα φύλα. Το εκπ/κό σύστημα με εκπ/κές πρακτικές, που θεωρούνται «αυτoνόητες» οδηγεί έμμεσα τα κορίτσια σε κατάσταση άνισων ευκαιριών, σε σχέση με τα αγόρια της ίδιας τάξης.
Τα ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν, ότι το διδακτικό υλικό και τα αναλυτικά προγράμματα συντελούν στην ανάπτυξη και την αναπαραγωγή των στερεοτύπων για τα δύο  φύλα της εκπ/σης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η έρευνα της Ε. Μαραγκουδάκη για τα παιδικά βιβλία, που χρησιμοποιούνται στο Ν/γείο, διαπίστωσε ότι υπάρχει διαφοροποίηση των φύλων, σύμφωνα με τα παραδοσιακά στερεότυπα κοινωνικά πρότυπα.
Στο χώρο της οικογένειας, όπως αυτός παρουσιάζεται στα παιδικά βιβλία του Ν/γείου, υπάρχει απόλυτος καταμερισμός ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα και απόλυτος διαχωρισμός των ευθυνών και των υποχρεώσεών τους.
Ο πατέρας προβάλλεται να επιστρέφει κατακουρασμένος το βράδυ από τη δουλειά του, η οποία είναι υποχρέωσή του που απορρέει από το ρόλο του οικονομικού τροφοδότη της οικογένειας. Ο ρόλος του αυτός, τον απαλλάσσει από το να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών.
Αντίθετα, η μητέρα είναι στο σπίτι, και μοναδική της ασχολία και μέλημα είναι οι δουλειές του νοικοκυριού και η φροντίδα των παιδιών. Η μητέρα δεν εργάζεται έξω από το σπίτι. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει επάγγελμα, όταν ζει μόνη με το παιδί της σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Η μητέρα δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, η ανατροφή των παιδιών, οι δουλειές του νοικοκυριού δεν προβάλλονται ως εργασία, αλλά ως ένδειξη αγάπης της μητέρας προς τα μέλη της οικογένειάς της.
Ο απόλυτος αυτός καταμερισμός ρόλων, αντικατοπτρίζει τα παραδοσιακά κοινωνικά πρότυπα, και όπως αποτυπώνεται στα βιβλία, είναι πιο παραδοσιακός και αυστηρός, και σε μεγάλο βαθμό αναχρονιστικός

  •   Ο Ρόλος του Πατέρα στην Ψυχική  Ανάπτυξη του Παιδιού
Ιουλία Σουλάνδρου
Ψυχολόγος

     Η πατρότητα είναι το ίδιο ευχάριστη και απαραίτητη στο παιδί με την μητρότητα. Το ίδιο το παιδί αισθάνεται ιδιαίτερη ικανοποίηση όταν δέχεται τις φροντίδες του πατέρα του. Πολλοί πατέρες βρίσκουν τη συγκίνηση που δοκιμάζουν από τις αντιδράσεις, όταν περιποιούνται τα παιδιά τους, σαν ένα από τα πιο μεγάλα πλεονεκτήματα του να είναι κανείς πατέρας, Αυτό συμβαίνει γιατί οι φροντίδες είναι αυτές που μας κάνουν να νιώθουμε το παιδί σαν τον ίδιο μας τον εαυτό.
     Η ασχολία του πατέρα με το παιδί του δίνει την ευκαιρία να ξαναδοκιμάσει ο ίδιος κάποιες χαρές από τη δική του παιδική ζωή: Τη χαρά του παιχνιδιού, μια δυσκολία που ξεπεράστηκε σωστά, μια επιτυχία ή αποτυχία.
     Ο πατέρας που συμπεριφέρεται απέναντι στο παιδί του όχι μόνο σαν δυνατός αλλα και με στοργή κρατάει στα χέρια του το κλειδί της ευτυχίας και της ψυχικής ισορροπίας του παιδιού του. Η σεξουαλική ταυτότητα του παιδιού εξαρτάται σ' ένα μεγάλο βαθμό από τη στάση του πατέρα. Όταν ο πατέρας απουσιάζει, το πρότυπό του μένει κενό και αφήνεται στο παιδί ν' ανακαλύψει στα τυφλά την έννοια της ανδρικής του ταυτότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα αγόρια να γίνονται ευάλωτα στη μίμηση στερεοτυπικών ανδρικών συμπεριφορών, όπως αυτές διαμορφώνονται από τη νοοτροπία της κοινωνίας (σκληρές, επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές) κρατώντας ουσιαστικά μια ψυχική απόσταση από τους άλλους, η οποία θα στέκεται εμπόδιο στη σχέση τους με τους άλλους.
     Σε ακραίες περιπτώσεις μέσα από την απελπισμένη ανάγκη τους για μια ανδρική ταυτότητα, υιοθετούν συμπεριφορές που φτάνουν μέχρι την παραβατικότητα.
     Ένας πατέρας που συμμετέχει πολύ λίγο στη ζωή του παιδιού του και αυτό το πολύ λίγο το περνά αποδοκιμάζοντάς το, μαλώνοντάς το, μεταβάλλεται στη φαντασία του σαν ο χωροφύλακας του σπιτιού.
     Το αποτέλεσμα τόσο της άσχημης και ανώριμης συμπεριφοράς της άσκησης των πατρικών καθηκόντων, όσο και της υπερβολικής χρήσης της πατρικής εξουσίας καταλήγουν σχεδόν στο ίδιο σημείο. Επαναστατική, παραβατική, βίαιη αντίδραση από μέρους του παιδιού ή ολοκληρωτική υποταγή, και τα δύο το ίδιο καταστροφικά για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του παιδιού.
     Η επιρροή του πατέρα πάνω στο παιδί θα ήταν πιο μεγάλη αν τις λίγες ώρες που περνούν μαζί τις διέθετε να γνωρίσουν καλύτερα ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας πρέπει να είναι ο πρώτος και ο καλύτερος φίλος του παιδιού από τον πρώτο χρόνο της ηλικίας του. Για να γίνει αυτό δεν πρέπει το παιδί να τον φοβάται, αλλά να τον σέβεται και να τον αγαπά.