Περικλής Πολίτης (2001)
1. Η φύση τους
Η ομιλία/ακρόαση και το γράψιμο/ανάγνωση αποτελούν τους δύο θεμελιώδεις τρόπους παραγωγής και πρόσληψης του λόγου, οι οποίοι διακρίνονται για την αμοιβαιότητά τους, αφού μπορεί ο ένας να μεταγραφεί στον κώδικα του άλλου χωρίς μεγάλες απώλειες νοήματος. Ωστόσο, η ομιλία και το γράψιμο συνδέονται με διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας και, άρα, υπηρετούν διαφορετικούς στόχους -ο προφορικός λόγος είναι γενικά αυθόρμητος και ικανοποιεί τρέχουσες ανάγκες της καθημερινής ζωής, συχνά "δεν φοράει τα καλά του" και ευδοκιμεί σε περιβάλλον οικειότητας μεταξύ των συνομιλητών, ενώ ο γραπτός λόγος τις περισσότερες φορές είναι δίαυλος συμβατικής ή επίσημης επικοινωνίας, όπως εξάλλου υπήρξε σε όλη τη διαδρομή του ιστορικού χρόνου· επιπλέον, έχουν διαφορετικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, εν μέρει τουλάχιστον (Chafe 1982),(σελ. 44-5) · Yabuuchi 1998). Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, μια τηλεφωνική συνομιλία με φιλικό πρόσωπο με μιαν επιστολή σε φίλο ως προς τα γραμματικά και παραγλωσσικά τους γνωρίσματα ή την προφορική επιχειρηματολογία ενός πωλητή με τη γραπτή επιχειρηματολογία μιας συστατικής επιστολής -"κείμενα" πειθούς και τα δυο τους.Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος διαφέρουν πολύ ως επικοινωνιακές δραστηριότητες: ο πρώτος έχει στο δυναμικό του το πλούσιο φορτίο της ομιλίας για τη μετάδοση των πληροφοριών, ενώ ο δεύτερος μόνο τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και τη στίξη. Ο επιτονισμός και το ύψος της φωνής του ομιλητή κάνουν ένα εκφώνημα να υπερβαίνει την "ονομαστική αξία" του νοήματός του. Και όταν οι συνομιλητές έχουν οπτική επαφή και βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος, τα βλέμματα, ακόμη και οι σιωπές συστήνουν ένα ολόκληρο δίκτυο παράλληλων σημασιών δίπλα στις εκφρασμένες, που βοηθά και τους συνομιλητές ή ακροατές να ερμηνεύσουν κατάλληλα το περιεχόμενο των λόγων του τρέχοντος ομιλητή. Μάλιστα είναι φορές που το κύριο βάρος της σημασίας ενός εκφωνήματος φέρουν τα παραγλωσσικά του στοιχεία και όχι το προτασιακό του περιεχόμενο. Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί με τον γραπτό λόγο, όπου όλα πρέπει να λέγονται "ανοιχτά", με την εξαίρεση της "μουσικής" στίξης (αποσιωπητικά, θαυμαστικό, εισαγωγικά, ερωτηματικό), η οποία εισάγει, με τρόπο μάλλον συμβατικό, σημασίες δευτέρου επιπέδου (υπονοήματα, ειρωνεία, συναισθηματικές σημασίες κ.ά.· Brown & Yule 1983).
Αν η ιδιοσυστασία της ομιλίας εξασφαλίζει στον προφορικό λόγο υπεροχή έναντι του γραπτού σε ό,τι αφορά τον τρόπο μετάδοσης των πληροφοριών, ο χρόνος παραγωγής του λόγου είναι αντίπαλος του ομιλητή. Ο τελευταίος, εξαιτίας της ταχείας εκφοράς του λόγου και των περιορισμένων δυνατοτήτων της βραχυπρόθεσμης μνήμης του ανθρώπου, υποχρεώνεται τη στιγμή ακριβώς της εκφοράς να ελέγχει προς τα πίσω τον λόγο του -αν οι προθέσεις του εκπληρώθηκαν στη συνέχεια των λεγομένων- και ταυτόχρονα να τον οργανώνει προς τα εμπρός, εν σειρά προς ό,τι έχει προηγηθεί αλλά και σε σχέση με το οργανωτικό σχέδιο όλου του λόγου. Παράλληλα, ο ομιλητής αγωνιά όχι μόνο για τη συγκρότηση του μηνύματός του αλλά και για το αν αυτό φθάνει με τον κατάλληλο τρόπο στον αποδέκτη του. Επιπλέον, ελλοχεύει και η πιθανότητα απώλειας του δικαιώματος του λόγου.
Αντίθετα,ο συγγραφέας παράγει τον λόγο του μέσα σε αφθονία χρόνου. Γι' αυτό και το γράψιμο είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής. Συχνά παρακολουθεί τους χρόνους της "μεγάλης διάρκειας", τον χρόνο των νόμων και των κανονισμών, των θρησκευτικών κειμένων, της επιστημονικής σκέψης και της λογοτεχνίας. Ο γραπτός λόγος έχει την ιδιότητα να αποκρύπτει τα διαδοχικά στάδια της συγκρότησής του και έτσι ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το τελειωμένο προϊόν, ενώ ο προφορικός λόγος αυτά ακριβώς τα στάδια αποκαλύπτει. Τα δύο "είδη" λόγου, δηλαδή, έχουν "διαφορά φάσης" μεταξύ τους. Η εντέλεια του γραπτού λόγου -σε αντιδιαστολή προς τηνκατάτμηση του προφορικού- είναι συνέπεια της περίσσειας χρόνου. Ο συγγραφέας, απαλλαγμένος από τον φόβο της διακοπής ή άλλων "παρασίτων" που χαρακτηρίζουν την προφορική συνομιλία, έχει όλη την άνεση να συγκεντρώσει πληροφορίες, για να τις "αποθηκεύσει" στο κείμενό του, να το σχεδιάσει με προσοχή, ώστε να είναι συνεκτικό, να το αναθεωρεί σε όλες τις φάσεις της παραγωγής του, ώστε να πετύχει την ολοκλήρωσή του στον επιθυμητό βαθμό, να προσφεύγει σε λεξικά για την καταλληλότερη λέξη και να δοκιμάζει περίπλοκες συντακτικές δομές, με στόχο ένα κείμενο πυκνής διατύπωσης και εκφραστικής στιλπνότητας (Cook 1989).
Ο τρίτος παράγοντας που διαφοροποιεί τις δύο επικοινωνιακές δραστηριότητες είναι η παρουσία του συνομιλητή -απουσία στην περίπτωση του γραπτού λόγου- στην πλειονότητα των χρήσεων του προφορικού λόγου. Ο ομιλητής, σε αντίθεση με τον συγγραφέα (ο οποίος πρέπει να μαντεύει τις αντιδράσεις του αναγνωστικού του κοινού, καθώς στερείται άμεσης ανατροφοδότησης) είναι υποχρεωμένος να ελέγχει διαρκώς τις αντιδράσεις των συνομιλητών του, να μοιράζεται μαζί τους τα ίδια συνομιλιακά συμφραζόμενα και να τροποποιεί "on-line" τον λόγο του, όταν χρειάζεται, για να γίνει πιο κατανοητός και αποτελεσματικός. Αν η παρουσία του συνομιλητή "απειλεί" την απρόσκοπτη ροή του λόγου του τρέχοντος ομιλητή, αφού κάθε συνομιλία είναι και μια διαπραγμάτευση με απρόβλεπτη έκβαση, ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα και εγγύηση για την κατανόηση του λόγου, εγγύηση που ποτέ δεν έχει ένας συγγραφέας, όσο καλά κι αν γνωρίζει το κοινό του (Georgakopoulou & Goutsos 1997).
2. Οι λειτουργίες τους
Από το γεγονός ότι ο γραπτός λόγος είναι λόγος μονής κατεύθυνσης, ενώ ο προφορικός λόγος αμφίδρομος προκύπτει και η διαφορετική κοινωνική λειτουργία τους. Ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος μέσω του οποίου οι ομιλητές συγκροτούν την κοινωνική τους ταυτότητα και παίζουν τους κοινωνικούς τους ρόλους στο πλαίσιο κάθε συνομιλιακής διεπίδρασης, με αποτέλεσμα να θεμελιώνονται και να διατηρούνται (ή να υπονομεύονται) οι διανθρώπινες σχέσεις. Ο προφορικός λόγος δεν είναι μόνον ο λόγος των διακοπών, των επικαλύψεων, των διορθώσεων, των δισταγμών και των παύσεων, των επαναλήψεων και των υστερόχρονων προσθηκών, των στερεότυπων και χωρίς συγκεκριμένη σημασία φράσεων που "καλύπτουν τα κενά της αμηχανίας του ομιλητή". Δεν είναι μόνον ο λόγος της συντακτικής ακαταστασίας και έλλειψης, του πλήθους των υπονοημάτων, της χαλαρής συμπαράθεσης νοημάτων και της "απλοϊκής" δείξης των προσώπων και των πραγμάτων που ανήκουν στο πλαίσιο των συμφραζομένων. Είναι και ο λόγος της φατικής επικοινωνίας, δηλαδή της επικοινωνίας όπου υποχωρεί το κυριολεκτικό νόημά του, για να διευκολυνθεί η γνωριμία των συνομιλητών και να διευρυνθεί η μεταξύ τους οικειότητα. Πάνω απ' όλα, όμως, ο προφορικός λόγος είναι ο κατεξοχήν λόγος της διατύπωσης και διαπραγμάτευσης γνωμών, και της έκφρασης και ανταλλαγής συναισθημάτων, που αποτελούν το θεμέλιο κάθε επικοινωνιακής πράξης.Ο γραπτός λόγος, αντίθετα, έχει κατεξοχήν "αποθηκευτική" λειτουργία, στηρίζεται δηλαδή στην προγραμματισμένη καταχώριση πληροφοριών μέσα στο κείμενο, πράγμα που διαστέλλει την ανθρώπινη επικοινωνία έξω από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί ο γραπτός λόγος να αποσπάται από τα χωροχρονικά συμφραζόμενα της παραγωγής του και να αποκτά ένα χαρακτήρα αυτονομίας μέσα στη διαδρομή του ιστορικού χρόνου. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της διανομής πληροφοριών, που καταξιώνεται κοινωνικά, επειδή ξεπερνά το "εδώ και τώρα" και γίνεται λόγος της "μεγάλης διάρκειας", ενώ ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της συνομιλιακής διεπίδρασης, ο λόγος του "εδώ και τώρα", λόγος φευγαλέος, λόγος της "μικρής διάρκειας". Εξάλλου, αν ο προφορικός λόγος είναι ο λόγος της διαπροσωπικής επικοινωνίας, ο γραπτός λόγος είναι ο λόγος της κοινωνικής χρησιμότητας. Επιτρέπει στους ακροατές και τους αναγνώστες να βοηθούν τη μνήμη τους καταγράφοντας τις πιο χρήσιμες από τις πληροφορίες που δέχονται και, επιπλέον, επιτρέπει στην κοινωνία ή το έθνος να μην ξεχνούν κείμενα καταστατικού χαρακτήρα και ιστορικής σημασίας (συντάγματα, νόμους, συνθήκες κλπ·Stubbs 1980· Halliday 1985).
3. Οι διαφορές τους στη χρήση της γλώσσας
Παρόλο που οι έρευνες για το ύφος του προφορικού και γραπτού λόγου δεν έχουν καταλήξει σε καθολικά συμπεράσματα για τις γλωσσικές παραμέτρους που το καθορίζουν, μπορούμε να προτείνουμε μια δοκιμαστική περιγραφή των δύο ποικιλιών κλπ. (Brown & Yule 1983· Biber 1986):α. Προφορικός λόγος
- Περιλαμβάνει πολλές συντακτικά ατελείς προτάσεις ή ακολουθίες ανολοκλήρωτων φράσεων: κυρία Μ., θα 'θελα/ εεσείς τη γνώμη σας
- χρησιμοποιεί ευρύτατα την παράταξη και την ασύνδετη συμπαράθεση προτάσεων
- βρίθει από επαναλήψεις συντακτικών δομών: Ντάξει, όχι καταλαβαίνω ε καταλαβαίνω και τη συγκίνησή σας, γιατί ειν' ένα βιβλίο συ- συγκινητικό
- προτιμά πολλές φορές την προτασιακή δομήθέμα-σχόλιο (θέμα μιας πρότασης είναι το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της και το σημείο εκκίνησής της σε αντιδιαστολή προς το σχόλιο, που είναι το συστατικό της πρότασης που "λέει κάτι" για το "θέμα") και όχι τη δομή υποκείμενο-κατηγόρημα: η καρέκλα/ να την βάλεις στη θέση της (αντί την καρέκλα να την βάλεις στη θέσητης ή να βάλεις την καρέκλα στη θέση της)
- περιλαμβάνει πολλές επανεκκινήσεις, που βελτιώνουν προηγούμενες διατυπώσεις: Την/ δε/ την/ τα τέλη του '50 και τ- τα '60 είναι είναι μια εποχή που δεν τη γνωρίζετε καθόλου
- χαρακτηρίζεται από αφθονία λέξεων ασαφούς σημασίας (γενικευτικών όρων): πράγμα, μέρος, κάποια, κάτι, διάφορα, πολύ κ.ά.
- είναι διάσπαρτος από "πραγματολογικά μόρια": λίγο, λιγάκι, έτσι, ας πούμε, που λένε, ξέρω 'γω, νομίζω, εε, αα κ.ά.
β. Γραπτός λόγος
- Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία υποτακτικών συνδέσμων και συνδετών (πάντως, βέβαια, φυσικά, επίσης, λοιπόν, συνεπώς κλπ.)
- περιλαμβάνει μετακειμενικούς δείκτες, δηλαδή λέξεις που δείχνουν τα μέρη της οργάνωσης του κειμένου, όπως οι όροι μιας απαρίθμησης (πρώτο, δεύτερο, τρίτο...)
- προτιμά ονοματικές φράσεις, όπου αφθονούν οι προσδιοριστικοί όροι: της προϊσταμένης αρχής, που δεν είναι πάντα πολύ ανοιχτόμυαλη
- αρέσκεται στην παθητική σύνταξη
- αρέσκεται στην πρόταξη και την εστίαση σε συστατικά του κατηγορήματος
- επιλέγει κανονικά την προτασιακή δομή υποκείμενο-κατηγόρημα
Επεα πτερόεντα
Δ Μαρωνίτη ( εφημερίδα Το βήμα )
Η κόντρα προφορικού και γραπτού λόγου είναι παλιά και εξαρχής αμφιλεγόμενη. Στην αγορά κυκλοφορεί κατά κανόνα υπερτιμημένη η γραφή, υποτιμημένη η προφορά. Η ανισοτιμία αυτή παραπέμπει στο πασίγνωστο λατινικό ρητό: verba volant, scripta manent· όπου υπογραμμίζεται η μακρόβια σταθερότητα του γραπτού λόγου σε σύγκριση προς τη φευγαλέα αστάθεια του προφορικού λόγου. Γιατί τώρα το να πετάς είναι χειρότερο από το να στέκεσαι, παραμένει μάλλον εκκρεμές ερώτημα. Υπήρξαν βεβαιώσεις και αντίστροφες διατιμήσεις οι οποίες επέμειναν: στην προτεραιότητα και στην ποσοτική τουλάχιστον υπεροχή του προφορικού λόγου· στην επικοινωνιακή του αμεσότητα· στον ανυπόκριτο κατά κανόνα και αντιεξουσιαστικό του χαρακτήρα. Αρετές που αντιβάλλονται προς τον δευτερογενή ρόλο της γραφής, προς την εσκεμμένη υπόκρισή της, προς την εργαλειακή της χρήση και κατάχρηση από τους φορείς της θρησκευτικής, πολιτικής και πολιτισμικής εξουσίας. Στη μέση εξάλλου των δύο άκρων εφευρέθηκε, όπως πάντα, και η οδός της καμήλας, αποφεύγοντας την αξιολόγηση και προκρίνοντας την ουδέτερη περιγραφή. Ετσι ο προφορικός λόγος ορίστηκε ως κατεξοχήν εξωστρεφής, η γραφή ως εσωστρεφής· συλλογικός ο πρώτος, εξατομικευμένη η δεύτερη· αναφορικός ο ένας, αυτοαναφορική η άλλη και πάει λέγοντας. Στις μέρες μας πάντως (μοντέρνες ως προχτές και τώρα μεταμοντέρνες) η γραφολογία βρίσκεται στις μεγάλες δόξες της και συχνά εφαρμόζεται ως γραφομανία. Αφότου μάλιστα εκτιμήθηκε ως μάταιη δοκιμή και δοκιμασία κάθε αναζήτηση αναφορικού νοήματος στον ανθρώπινο λόγο, η γραφή αυτονομήθηκε και μυθοποιήθηκε ως καταφύγιο της υποχρεωτικής μας πλέον «ανοησίας»· ένα είδος φυλακής λοιπόν, που φιλοξενεί σκιές και είδωλα της εκφραστικής μας αγωνίας. Το παράδοξο είναι ότι η γραμμένη αυτή αγωνία συχνά προβάλλεται με προκλητική αυταρέσκεια. Τούτο ισχύει προπάντων στη μεταμοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας και της τέχνης, με προβολές όμως και στον γραπτό λόγο των επιστημών του ανθρώπου. Μακρύς πρόλογος για να ανοίξω επιτέλους τα χαρτιά μου, θυμίζοντας την ωφέλιμη συμφιλίωση προφοράς και γραφής στα ομηρικά έπη, που χρόνια τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο της μεταφραστικής και ερμηνευτικής δοκιμής μου. Το θέμα είναι ασφαλώς μεγάλο (άλλο ένα μεγάθεμα των ομηρικών επών!), και εδώ μόνον η ιχνογράφησή του επιτρέπεται. Θεωρείται πλέον δεδομένο και αναμφισβήτητο ότι τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια στηρίχθηκαν σε μακρά προηγούμενη προφορική παράδοση· στην οποία οφείλουν όχι μόνον τον μύθο τους (διαμορφωμένο ήδη και δεσμευτικό ως προς τα βασικά δρώμενά του και τους πρωτεύοντες δρώντες του), αλλά και το πυκνό δίχτυ της αφηγηματικής τους σκευής: μεγαθέματα, θέματα, τυπικές σκηνές, μοτίβα και εκφραστικούς λογοτύπους. Σ' αυτήν ακριβώς την κρίσιμη καμπή της αρχαϊκής επικής ποίησης φαίνεται πως μπήκε στη μέση η γραφή, η οποία, δίχως να καταργήσει, αναμόρφωσε την προηγούμενη προφορική παράδοση σε νοήματα, φόρμες και ιδεολογία. Παρά ταύτα και τα δύο ομηρικά έπη συντήρησαν τον ρυθμό και την ανάσα της προφοράς, σκοπεύοντας στην ακρόασή τους συλλογική μάλιστα, όχι ατομική. Η ακροαματική εξάλλου πρόσληψη της ποίησης (και όχι μόνον) θεωρήθηκε επικοινωνιακός όρος, και όταν αργότερα εγκαταστάθηκε η γραφή ως συνθετικό εργαλείο της ελληνικής γραμματείας. Ετσι ο γραπτός λόγος μετασχηματίστηκε εκ νέου σε προφορικό, και το κύκλωμα «προφορά - γραφή - προφορά» γνώρισε, τουλάχιστον έως τα τέλη της κλασικής εποχής, μεγάλη δόξα, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον ρόλο των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών. Πού τα πάω; Εκτιμώ πως η ποίηση (γενικότερα η λογοτεχνία, και ακόμη πιο γενικά οι επιστήμες του ανθρώπου) ωφελείται από την αναπνοή της προφορικότητας, όταν γράφοντας μιλά και μιλώντας γράφει· υπολογίζοντας κυρίως στην ακρόασή της, ακόμη και μέσω της ατομικής ανάγνωσης. Συμπέρασμα: τα πτερόεντα έπη απελευθερώνουν μάλλον τη γραφή από τις «συντηρητικές» συνήθως φασκιές της.
πηγή
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=118742πηγή