Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα.». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής ο κοινωνι­κός προβληματισμός του συγγραφέα.

-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, για­τί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.-Χωρίς πεντάρα;
 -Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λαμπρούς μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μει­δίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανόηση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και με­τά τεσσάρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατενίζον με είπε:
- Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
                                                                      * * *
    Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυ­ναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δύο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλά­κις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμέναι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλ­λο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ε­νίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδιών, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
     Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
     Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κα­τά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
       Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύ­βριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ'
οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τού­το είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
                                                                     * * *
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι πο­τέ πολυπράγμον*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως ει­κός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλό­τριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
     Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
      Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί του επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν του επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββα­τον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτο φίλεργος.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υπο­κάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκεί­νος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.
     Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η ερ­γασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουσα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
     Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φό­ρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
      Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπά­σει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κράτηση αγάνωτην.
      Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα ο­ποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.
                                                                                * * *
        Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
       Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
      Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέ­ρων κρέας και μικρά τίνα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
     Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
    Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
      Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την πάλαιαν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.
     Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημα της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κου­μπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ή­το της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υ­στεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλ­λιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.
     Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
                                                                         * * *
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον -και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα- ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την πάλαιαν του γνωριμίαν.
     Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.
      Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
     Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά - το πέμπτον είχεν απο­θάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα ά­κακα νήπια - έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χω­ρίς κουμπάρον.
     Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χω­ρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
    Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
     Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
-  Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.       
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
απέτεινον: του αποτείνω- απευθύνω.     
ενιαυτός: το έτος.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες,
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.   
ξίκικα: λειψά.
προπομπός: συνοδός.          
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.   
αλλότριος: ξένος.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.         
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.
περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος),    
φίλεργος: εργατικός.
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.  
κουτσουβέλι: νήπιο.
κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις λέξεις).
θεματοφύλαξ: φρουρός.
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κοπάζω λέγεται για τις όρνιθες),    
κήδομαι (με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι  με διπλωματία.  
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.      
τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα



ερμηνευτικές  προσεγγίσεις

Κεφαλληνού Λουκία  international school of Athens


Παιδαγωγικό ινστιτούτο Κύπρου


Η ΦΟΝΙΣΣΑ


ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ  ΕΔΩ    







Η «Φόνισσα» ως αντικοινωνικό μυθιστόρημα

* Ο Παπαδιαμάντης προσπαθεί να δείξει με το μυθιστόρημά του το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή, προκοινωνική συνθήκη

  |ΤΟ ΒΗΜΑ    Σάββατο 30 Μαρτίου 2002


  
Ενα από τα γνωρίσματα της κλασικής λογοτεχνίας είναι η ασυμβατότητα ηθικής συνείδησης και δημιουργικής φαντασίας και ενδεχομένως αυτό το γνώρισμα είναι ένας από τους λόγους που καθιστά τη Φόνισσα όχι μόνο ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα αλλά και από τα πιο πολυσυζητημένα πεζογραφικά κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας. Η Φόνισσα προκάλεσε αρκετές προσεγγίσεις αυτοβιογραφικές, ψυχαναλυτικές, ηθικές, αφηγηματολογικές και κοινωνιολογικές, ένδειξη της πολυσημίας ή της αμφισημίας του παπαδιαμαντικού κειμένου. Ενα από τα στοιχεία που συμβάλλουν σε αυτόν τον ερμηνευτικό πλουραλισμό είναι και ο υπότιτλός του «κοινωνικό μυθιστόρημα». Η χρήση αυτού του υποτίτλου θέτει το ερώτημα του πώς εννοεί το κοινωνικό μυθιστόρημα ο Παπαδιαμάντης, γιατί χαρακτηρίζει το κείμενό του με αυτόν τον τρόπο και πώς αυτός ο χαρακτηρισμός συνάδει με την αφηγηματική του δομή. Είναι, εντέλει, η Φραγκογιαννού ένας εωσφορικός χαρακτήρας ή μια κοινωνική ανατροπέας και μια πρώιμη υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών;
Η Φόνισσα είναι μια αφήγηση αναδρομική και αυτό το χαρακτηριστικό συνδέει τον αφηγηματικό της τρόπο με το κοινωνικό όραμα που εκφράζει. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αντιεξελικτικό που υποβάλλει την άποψη ότι η κοινωνική «πρόοδος» οδηγεί μόνο στην ανισότητα και κατ' επέκταση στο έγκλημα. Ως εκ τούτου, η λύση έγκειται στην επιστροφή σε μια αρχέγονη, φυσική κατάσταση και τους αντίστοιχους νόμους της φύσης. Τούτο δεν σημαίνει ότι η βία ή η ανισότητα θα εξαφανιστούν αλλά προϋποθέτει ότι οι φυσικοί νόμοι είναι προτιμότεροι από τους κοινωνικούς. Το κοινωνικό σύστημα που διαγράφεται στο μυθιστόρημα διαιωνίζει την ανισότητα και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον παραπέμπει στην επιστροφή στο αρχέγονο παρελθόν.
Ο Παπαδιαμάντης υπονοεί ότι η κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της και η μόνη διέξοδος είναι ένα είδος δαρβινικής φυσικής επιλογής. Δεν νομίζω ωστόσο ότι αφετηρία του είναι η δαρβινική θεωρία με την οποία μπορεί να ήταν εξοικειωμένος αλλά η απογοήτευσή του από τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του, που καταλήγουν στη γυναικεία ανισότητα και στις οικογενειακές αντιθέσεις, ωθώντας όμως τον Παπαδιαμάντη όχι στο να επιδιώξει την κοινωνική αλλαγή αλλά την απόσυρση στο παρελθόν. Στο μυθιστόρημα διακρίνει κανείς τη νοσταλγία για ένα προκοινωνικό στάδιο εγγύτερα στη φύση ενώ η νοσταλγία για τις απαρχές εκφράζεται μέσω της αφηγηματικής αναδίπλωσης και του αναστοχασμού.
Η Φόνισσα, όπως και άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκτυλίσσεται σε μια κοινωνία μεταβατική και αντιμέτωπη με τις αστικές και εκσυγχρονιστικές τάσεις. Ο Παπαδιαμάντης δεν κάνει κάποια πρόταση κοινωνικής αναμόρφωσης γιατί η λύση για αυτόν δεν βρίσκεται στο μέλλον αλλά στο παρελθόν, στην επιστροφή σε μια οργανική, φυσική και προκοινωνική κατάσταση. Αυτή η άποψη όμως υποβάλλεται χωρίς να εκφράζεται ρητά στη Φόνισσα. Με τους φόνους η Φραγκογιαννού προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω, να εμποδίσει τα θύματά της να εισέλθουν στην κοινωνία.
Η αντίθεση που εκφράζεται στο μυθιστόρημα προς ορισμένους κοινωνικούς θεσμούς συνδεόμενους με την κεντρική διοίκηση, όπως η αστυνομία και η φορολογία, που εκλαμβάνεται ως υποκατάστατο της ληστείας, υποδηλώνει κάποια προτίμηση προς μορφές τοπικής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα κάποια κλίση προς το παραδοσιακό και το τοπικό παρά προς το νεωτερικό και το αστικό, που με τη σειρά της παραπέμπει στην αντίθεση φύσης και πολιτισμού.
Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη προσδίδοντας στη φύση απελευθερωτικό και καθαρτικό ρόλο την πριμοδοτεί σε σχέση με τον πολιτισμό. Η Φραγκογιαννού πιστεύει ότι μέσω της φυσικής επιλογής η κοινωνική ανισότητα και η ανθρώπινη αδυναμία θα αντιμετωπιστούν και θα εξαλειφθούν. Με τη σειρά της η ίδια καταφεύγει στη φύση ενώ ο θάνατός της στη θάλασσα μπορεί αλληγορικά να θεωρηθεί ότι έχει καθαρτικό χαρακτήρα, συνιστώντας ένα είδος απορρόφησης στη φύση.
Το τέλος του μυθιστορήματος έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως και ορισμένοι είδαν στον «φυσικό» θάνατο της Φραγκογιαννούς μια μορφή αναβάπτισης ή αναγέννησης. Αυτές οι ερμηνείες μπορούν να ενταχθούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στη φύση και τιμωρείται από τη φύση, που συμβολίζει συνάμα την ελευθερία και τη λύτρωση. Ηθική και δικαιοσύνη δεν εκφράζονται από την κοινωνία αλλά από τη φύση που ταυτίζεται με τον Θεό. Το τέλος της αφήγησης υπηρετεί δηλαδή τον γενικότερο σκοπό της που είναι η αναδρομή στο παρελθόν, στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και τελικά στην αγνότητα της φύσεως. Η παλίρροια του νερού, αναγκαία για έναν πειστικό θάνατο, υποδηλώνει επίσης τη ρυθμική επανάληψη που περιλαμβάνει την περιοδική κάθαρση με την εμβάπτιση στο νερό και την αναγέννηση. Ακόμη και με τον τρόπο που κλείνει το μυθιστόρημα υπογραμμίζεται η αναδρομική υφή της αφήγησης.
Ο Παπαδιαμάντης γενικά προσπαθεί να δείξει με το μυθιστόρημά του το αδιέξοδο της κοινωνίας του, να αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου και να υποστηρίξει την ιδέα της επιστροφής σε μια πιο αγνή, προκοινωνική συνθήκη μέσα από την ιδέα της αναδρομής που κυριαρχεί στο κείμενο. Με τους θανάτους των κοριτσιών προκαλεί ένα ισχυρό ταρακούνημα στην κοινωνία, ενώ η βουκολική νοσταλγία για την ειδυλλιακότητα του παρελθόντος, που συναντούμε σε άλλα του διηγήματα, μετασχηματίζεται εδώ σε μια συγκλονιστική αναγνώριση των βίαιων και απελευθερωτικών δυνάμεων που συνυπάρχουν στη φύση.
Με αυτά τα δεδομένα η Φόνισσα μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικοινωνικό μυθιστόρημα καθώς προσβλέπει στην επιστροφή σε ένα προκοινωνικό και φυσικό στάδιο, ενώ παράλληλα υιοθετεί την ιδέα της ανακύκλησης και της επιστροφής ως αφηγηματικό της τρόπο, δείχνοντας έτσι πόσο στενά συλλειτουργούν το ιδεολογικό με το αφηγηματικό στοιχείο. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τον αντικοινωνικό αναχωρητισμό του Παπαδιαμάντη, δεν μπορεί όμως να μην παραδεχτεί το πόσο αριστοτεχνικά συνθέτει το μυθιστόρημά του, ώστε αφήγηση και ιδεολογία να αλληλοεξυπηρετούνται.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.






Η Φόνισσα είναι το δεύτερο εκτενές διήγημα (νουβέλα) του Παπαδιαμάντη και θεωρείται από πολλούς το αριστούργημα του. Αποτελείται από 17 κεφάλαια και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903 έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητας του Παπαδιαμάντη, της επονομαζόμενης ρεαλιστικής περιόδου του και περικλείει τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Το έργο, πέρα από τον επιφανειακό μύθο κρύβει έναν βαθύ κοινωνικό προβληματισμό που δικαιολογεί τον υπότιτλό του. Ο Παπαδιαμάντης με τη Φόνισσα θέλει να παρουσιάσει το πρόβλημα της θέσης και της μοίρας των γυναικών της υπαίθρου στην εποχή του. Έχοντας σαν φόντο την κοινωνία του νησιού του μας δίνει πολλά κοινωνικά και ηθογραφικά στοιχεία της Σκιάθου και κατ’ επέκταση της ελληνικής υπαίθρου. Όμως ο χαρακτήρας του έργου είναι κυρίως ψυχογραφικός: Ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τις πράξεις της Φραγκογιαννούς, μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας και επιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη της ψυχής της, δίνοντάς μας αριστουργηματικά το χαρακτήρα της και το περιβάλλον μέσα στον οποίο αυτός διαμορφώθηκε.
Στην αρχή του διηγήματος, η ηρωίδα του έργου, η θεία Χαδούλα (Φραγκογιαννού), μια εξηντάχρονη γυναίκα ξενυχτά δίπλα στη νεογέννητη εγγονή της, η οποία είναι βαριά άρρωστη. Η γριά καθώς φροντίζει την εγγονή της, ανατρέχει στο παρελθόν της και συνειδητοποιεί ότι σε όλη τη ζωή της υπηρετούσε τους άλλους: «Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της - καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ· ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της· ὅταν τὰ τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της.» Η Φραγκογιαννού είναι η κλασσική γυναίκα - θύμα της ανδροκρατούμενης ελληνικής υπαίθρου. Ο γάμος της ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των γονιών της, η προίκα της ήταν λίγη, ενώ ο αδελφός της ευνοήθηκε στο μοίρασμα της γονεϊκής περιουσίας. Η θέση της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη. Οι γονείς δεν ήθελαν να αποκτούν κορίτσια, τα οποία θεωρούσαν βάρος, επειδή έπρεπε να τα προικίσουν. Τα κορίτσια μόνο βάσανα θα έφερναν σε μια οικογένεια. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να μην γεννιούνται καν. «Ἔτσι τοῦ 'ρχεται τ’ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!...» Αυτή η σκέψη έρχεται συνέχεια στο μυαλό της Φραγκογιαννούς, όμως και η ίδια στην αρχή δεν πίστευε ότι θα ήταν ικανή να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα. Αρχίζει να αναρωτιέται αν μια τέτοια πράξη θα ήταν θεάρεστη, αφού θα απήλλασσε τα μικρά κορίτσια και τις οικογένειές τους από πολλά βάσανα. Και έτσι φτάνει στην τρέλα και στο έγκλημα: «Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση». Κανένας δεν την υποπτεύθηκε γιατί το βρέφος ήταν άρρωστο βαριά, όμως η Φραγκογιαννού ένιωθε πολλές τύψεις. Πήγε στο ερημοκλήσι του Αϊ - Γιάννη, και ζητά ένα σημείο απ’ τον Άγιο ότι εγκρίνει το φόνο που έκανε. Φεύγοντας από εκεί περνά από το σπίτι του Περιβολά, όπου βρίσκει τις δύο κόρες του μόνες. Πιστεύει πως αυτό είναι σημάδι από τον Άγιο ότι επικροτεί τις πράξεις της. Ακολουθεί ο πνιγμός των δύο κοριτσιών του Περιβολά. Και πάλι δεν τραβά τις υποψίες, δείχνοντας μεγάλη ψυχραιμία και ευστροφία. Στη συνέχεια η Φραγκογιαννού γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού ατυχήματος: ένα μικρό κορίτσι πέφτει στο πηγάδι, και η ηρωίδα δεν κάνει κάτι για να το βοηθήσει. Πιστεύει ότι ήταν θέλημα Θεού να πεθάνει για να απαλλάξει από κόπους την οικογένειά της. Αν και δεν ευθύνεται γι’ αυτό τον πνιγμό, η παρουσία της στους τόπους των θανάτων αρχίζει να στρέφει τις υποψίες στο πρόσωπό της. Όταν η αστυνομία την αναζητά για να την ανακρίνει, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να φυγοδικήσει. Κατά την αγωνιώδη καταδίωξή της διαπράττει ένα ακόμα έγκλημα και κατευθύνεται προς τον Άγιο - Σώστη, το ερημητήριο του γέροντα παπά - Ακάκιου, για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της και για να βρει τρόπο διαφυγής από το νησί. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο εκκλησάκι μπαίνει στον στενόμακρο κόλπο που τον περιστοιχίζει, όταν η παλίρροια ανεβαίνει. Βρισκόταν μόνο μερικά βήματα μακριά από το σκοπό της. «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.»
Η Φόνισσα είναι ένα δυνατό ψυχογραφικό έργο. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφοντας την ψυχολογική εκτροπή της Φραγκογιαννούς καταγγέλλει πρωτίστως την κοινωνική αδικία, που έκανε τη γριά Χαδούλα θύμα και ταυτόχρονα θύτη. Ο συγγραφέας αποφεύγει να κρίνει ανοιχτά την ηρωίδα του. Δεν την οδηγεί στη σύλληψη, την καταδίκη και την τιμωρία, αλλά τα αποτρόπαια εγκλήματά της δεν του επιτρέπουν να την αφήσει ατιμώρητη ή να της δοθεί άφεση αμαρτιών στον Άγιο Σώστη. Γι’ αυτό και τη βάζει να πεθαίνει μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης και μάλιστα από πνιγμό, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σκότωνε τα θύματά της. Σχετικά με την τεχνική του έργου ο Ν. Μπουγάς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000 - 1977), εκδόσεις Σταφυλίδη, [Αθήνα], 1977, σ. 862) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η τεχνική του έργου είναι αντάξια του θέματος με άριστες περιγραφές της φύσης και των προσώπων, θαυμαστά ψυχολογημένη παρουσίαση των ηρώων, κλιμάκωση της εντάσεως, ακόμη και με τα παρέμβλητα επεισόδια του Μούρτου και της Μαρούσας, με τη γλώσσα και το ύφος προσεκτικά δουλεμένα.»

πηγή ; http://www.e-alexandria.gr/bookby.asp?ID=5&BID=533



«Η Φόνισσα είμαι εγώ»


* Ποιον να καταδίκαζε ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης; Τη Φραγκογιαννού, δηλαδή τον εαυτό του; Για εγκλήματα που δεν έκανε;


Το μυθιστόρημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτελεί κατ' ουσίαν την επέκταση της αυτοψυχογραφικής ταύτισης του συγγραφέα με την ηρωίδα του
Η «Φόνισσα» Φραγκογιαννού έχει την ίδια απαισιόδοξη, μηδενιστική βιοθεωρία με τον Παπαδιαμάντη, όπως τη γνωρίζουμε από τη δική του (αυτο)βιογραφία - με τα ίδια περίπου λόγια: «ουδ' εφαντάζετο [το κοριτσάκι-εγγονάκι της Φραγκογιαννούς] πόσους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό». Οπως ο πλάστης της Παπαδιαμάντης έτσι και η Φραγκογιαννού είναι (και) άντρας - βιολογικά και κοινωνικά: «ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της»· και: «Ως ανήρ [η Φραγκογιαννού!] οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά [...]. Ως γυνή πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή "προίκα", τουτέστι παράφερνα...». Αλλ' αυτό ακριβώς ήταν το οικογενειακό και προσωπικό πρόβλημα του Παπαδιαμάντη - και αυτό το πρόβλημα προβάλλει στο λογοτεχνικό είδωλό του: το πρόβλημα της προίκας, χωρίς την οποία τα θηλυκά παιδιά στην εποχή και στον τόπο του δεν μπορούσαν να «αποκατασταθούν»· σ' αυτό το «πρόβλημα» θα αναφερθούν και τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς, όταν αντίκρισε τον «αγρόν», «οπού της είχον δώσει ως προίκα», «όταν, νεάνιδα, την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύφην οι γονείς της: -Ω! να το προικιό μου, είπε». Από τα ιστορικά έγγραφα, που παρουσίασε ο Γ. Βλαχογιάννης (1938), γνωρίζουμε τις τρομερές κοινωνικές στρεβλώσεις, που επέφερε, από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, στον τόπο του Παπαδιαμάντη το οικονομικό, κατ' αρχήν, πρόβλημα της προικοδότησης των θηλυκών παιδιών στις φτωχές αγροτικές οικογένειες: «... απάνθρωπος μισοτεκνία των γονέων προς τα θηλυκά, απαραδειγμάτιστος καταφρόνησις των αρσενικών τέκνων προς τους γονείς διά την προς αυτά γινομένην αδικίαν και τα καθ' ημέραν συμβαίνοντα φρικτά παρανομήματα [...]. Αι μυστικαί βρεφοκτονίαι των θηλυκών...». Στη θέση ακριβώς της Φραγκογιαννούς βρισκόταν και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, όταν έγραφε στο γενέθλιο νησί του τη «Φόνισσα» (1902): Μετά τον θάνατο του πατέρα (1895) και της μητέρας του (1900) βρισκόταν μπροστά στο ίδιο, κι' ακόμα οξύτερο, μ' αυτήν πρόβλημα: Ενώ αυτή είχε να «αποκαταστήσει», προικίζοντάς την, τη μεγαλύτερη κόρη της, την Αμέρσα, ο Παπαδιαμάντης είχε μείνει με τρεις αδελφές γεροντοκόρες και έπρεπε να είναι γι' αυτές, όπως η Φραγκογιαννού, πατέρας («ως ανήρ») και μάνα («ως γυνή»). Σύμφωνα με τον άγραφο νόμο του τόπου και της εποχής του, όσο δε βρισκόταν γαμπρός για τις άπροικες αδελφές του, ο Παπαδιαμάντης ήταν υποχρεωμένος, από τα νιάτα του, να μείνει και ο ίδιος, θέλοντας και μη, «εργένης», καταπιέζοντας, ταυτόχρονα, κάθε επιθυμία του για μια «νόμιμη» ικανοποίηση του ερωτισμού του, για μια «νόμιμη» σχέση με το άλλο φύλο - καταπίεση, που του άφηνε μόνο το υποκατάστατο των ερωτικών φαντασιώσεων, όπως εκδηλώνονται σε μερικά διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης δεν αγνοεί, βέβαια, τον κοινωνικό χαρακτήρα του προβλήματος - αντίθετα, τον υποδηλώνει στον υπότιτλο του έργου του: «κοινωνικόν μυθιστόρημα»· αυτό όμως το κοινωνικό πρόβλημα το μεταγράφει ως ατομικό (του) ψυχολογικό - και «μεταφυσικό» πρόβλημα. Αντίθετα λοιπόν απ' ό,τι υποθέτει μια «φεμινιστική» παρερμηνεία της «Φόνισσας», ο Παπαδιαμάντης δεν υπερασπίζεται στο έργο του αυτό κανένα «γυναικείο ζήτημα» - ο Παπαδιαμάντης ήταν, αποδεδειγμένα, μισογύνης. Οπως και στα άλλα «αυτοβιογραφικά» του διηγήματα, έτσι και στη «Φόνισσα» η τεχνική της αφήγησης στηρίζεται στην ψυχολογική διαδικασία της ανάμνησης· στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς η τεχνική αυτή ισοδυναμεί με την ψυχαναλυτική τεχνική της (αυτο)ανάλυσης: «Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς». Και το ευρηματικό τέλος του έργου προσφέρει ένα επιπλέον, το σημαντικότερο ίσως, κλειδί για την αυτοψυχογραφική ταύτιση του κύριου προσώπου με τον συγγραφέα του: Η γραία Χαδούλα, η Φραγκογιαννού, δε συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες, που την καταδιώκουν· πεθαίνει, πνίγεται, κάπου «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Ποιον να καταδίκαζε ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης; Τη Φραγκογιαννού, δηλαδή τον εαυτό του; Για εγκλήματα που δεν έκανε; Μ' όλα τα παραπάνω δεδομένα, θα μπορούσαμε να δεχτούμε τον εύστοχο παραλληλισμό του Παπαδιαμάντη με το Flaubert από το Μ. Χαλβατζάκη (1977): Οπως ο κορυφαίος γάλλος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα για τη «Madame Bovary» του, έτσι και ο φτωχός έλληνας «συγγενής» του θα μπορούσε να πει για το δημιούργημά του: «Η Φόνισσα είμαι εγώ!»

 Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.



ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ «ΦΟΝΙΣΣΑΣ» ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



῾Η «Φόνισσα» τοῦ ᾿Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τό ἀριστούργημα αὐτό τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, προκάλεσε κατά καιρούς καί κατά τόπους πολλές ἀπορίες καί ἐρωτήματα στούς ἀναγνῶστες-μελετητές της. Πολλές, φυσικά, στάθηκαν καί οἱ ἀπαντήσεις-ἑρμηνεῖες τῆς αἰνιγματικῆς ἐκείνης ἡρωίδας μέ τίς ἀποτρόπαιες πράξεις.
῾Ωστόσο, πρίν προχωρήσω στή δική μου ἐκτίμηση, θά κάνω μιά παρατήρηση πού τή θεωρῶ βασική γιά τό ἔργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. ῾Ο Παπαδιαμάντης πιστεύω ὅτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ρεαλιστής, πού δουλεύει περισσότερο μέ μνῆμες-ἀναμνήσεις, ἀναπολήσεις καί ἀπηχήσεις γεγονότων, αἰσθημάτων, φημῶν περασμένων. ῾Η συμμετοχή τῆς φαντασίας εἶναι περιορισμένη. ᾿Ασφαλῶς ὅλο τό ὑλικό περνᾶ ἀπό τό φίλτρο τῆς καλλιτεχνικῆς ἰδιοσυστασίας του καί ἀναπλάθεται ἐλεύθερα ἀπό τή δημιουργική του πνοή. Πιθανότατα, λοιπόν, «ἡ θεία Χαδούλα, ἡ κοινῶς καλουμένη Γιαννοῦ ἡ Φράγκισσα» «ἤ ἄλλως Φραγκογιαννοῦ», ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο, πού ἔμεινε στό συλλογικό ὑποσυνείδητο τῆς μικρῆς σκιαθίτικης κοινωνίας ὡς ἐφιαλτική ἀνάμνηση, θαμπή κι ἀβέβαιη ἀπό τό χρόνο. Αὐτόν τόν ζοφερό θρύλο τόν ζωντανεύει ὁ Παπαδιαμάντης καί μᾶς τόν παρουσιάζει μέ τόν δικό του ἀνεπανάληπτο τρόπο.
Καί τώρα στά καθέκαστα. «῾Η Χαδούλα (ὅπως δά καί ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ καιροῦ της στό νησί), ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τούς γονεῖς της. ῞Οταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της... ῞Οταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δούλα τῶν τέκνων της· ὅταν τά τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της». Μολονότι ἔνιωθε μιά ἀφόρητη καταπίεση, στά καθήκοντά της ἦταν πάντα τυπικά συνεπής. ᾿Εντούτοις δέν ἀνῆκε εἰς «τάς σοφάς γραίας», πού τόσο θαύμαζε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέρασε στή φάση τῆς ἐγκληματικῆς της δραστηριότητας, δέν ἔφτασε στό ἀποφασιστικό αὐτό σημεῖο ξαφνικά καί ἀνεπίγνωστα. Δέν ἦταν δυνατό νά καταλήξει ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη στή σκληρή ἀπόφαση ν᾿ ἀρχίσει νά πνίγει τά κοριτσάκια πού βρίσκονταν στό δρόμο της μέ πρώτη τήν ἐγγόνα της. Αὐτό, νομίζω, εἶναι ἀναμφισβήτητο.
Διερευνώντας κανείς τό παρελθόν της διαπιστώνει ὅτι ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε μιά ψυχοσύνθεση εὐεπίφορη πρός τήν αὐτοδικία καί τήν αὐθαιρεσία. ῎Αλλωστε ἡ μάνα της -πού θεωροῦνταν μάγισσα- ἀποκαλοῦσε τήν κόρη της «στριγλίτσα». Πονηρή, ἑτοιμόλογη, ὑποκρίτρια, θεληματική. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ λεπτομέρειες, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἐπαναστατική ἰδιοσυγκρασία της τή διαφοροποιοῦσε ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες μέσα στό χῶρο ὅπου κινοῦνταν. ᾿Αγράμματη ὅπως ὅλες ἀλλά ὀρθολογίστρια, σκεπτικίστρια, μέ μιά ὁμόκεντρη περιδίνηση γύρω ἀπό τίς πράγματι δύσκολες ἕως ἄθλιες συνθῆκες τῆς γυναικείας τότε βιοτῆς. ῞Ομως οἱ ἄλλες γυναῖκες, καμιά φορά καί πιό βασανισμένες, ζώντας μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα συνειδητά, ἀντλοῦσαν ἀπ᾿ αὐτήν ἀντοχή καί καρτερία, καθώς ὁπλίζονταν μέ ἀσκητική ὑπομονή καί εἰρήνη. ᾿Αντίθετα ἡ θεία Χαδούλα, ἐπειδή εἶχε ξεκόψει οὐσιαστικά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ὑπέφερε τά πάθια της αὐτονομημένη καί μονάχη. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ὑποκριτική ἐξομολόγησή της· «Ποτέ δέν τό εἶχεν εἰπεῖ οὔτε εἰς τόν πνευματικόν της, εἰς τόν ὁποῖον ἄλλως πολύ μικρά πράγματα ἔλεγε». Πῶς, λοιπόν, νά δείξει ἔστω καί κάποια μεγαλοψυχία καί νά βρεῖ κουράγιο στίς δοκιμασίες τοῦ ἀληθινά ταλαίπωρου βίου της; Καθώς ὑπερεῖχε διανοητικά ἀπό τίς ἀθῶες συνοικιώτισσές της, ἕνα βῆμα τή χώριζε ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη καί ἐπικίνδυνη ὑπεροψία καί τήν κατεδαφιστική κριτική.
῎Ετσι, ἐνῶ μές στίς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας φύλαγε τή νεογέννητη ἐγγόνα της, ἔκλωθε πικρά τά περιστατικά τῆς ἄχαρης ζωῆς της καί τότε «ἄρχισε πράγματι νά ψηλώνει ὁ νοῦς της». Καί συλλογιζόταν· «Τά κορίτσια εἶναι ἑφτάψυχα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καί σπανίως πεθαίνουν. Δέν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοί χριστιανοί νά βοηθῶμεν τό ἔργον τῶν ἀγγέλων;... ᾿Απειράριθμα τά θηλυκά τῆς γειτονιᾶς... Φαίνονται ὡς νά πληθύνωνται ἐπίτηδες, διά νά κολάζουν τούς γονεῖς των ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμον ἤδη... Καλύτερα νά μή σώνουν νά πᾶνε παραπάνω». ῏Ηταν μιά σειρά ἀπό σκέψεις πού ἀπό καιρό δουλεύονταν καί ὡρίμαζαν μέσα της καί πολλές φορές ἄφηνε νά τῆς ξεφεύγουν σχετικά ὑπονοούμενα. Τήν ὥρα ὅμως ἐκείνη, ἀληθινά σατανοκρατούμενη, ἀκολούθησε τούς ὑποβολιμαίους ἑωσφορικούς συλλογισμούς της ὥς τήν ἔσχατη συνέπεια. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιχειρήσει νά διορθώσει ἡ ἴδια τά, κατά τή γνώμη της, κακῶς κείμενα, πνίγοντας τά ἀνυπεράσπιστα κοριτσάκια πού ἔπεσαν στά χέρια της.
῾Η ἑρμηνεία τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς δέν ἐξηγεῖται οὔτε μέ κοινωνικά οὔτε μέ ψυχολογικά κριτήρια. ῾Ο κύρ ᾿Αλέξανδρος βασικά στοχάζεται θεολογικά κι ἄν θέλουμε νά τόν παρακολουθήσουμε, πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἴδιο δρόμο. ῾Ο στοχαστικός Παπαδιαμάντης τό ᾿ξερε, τό ᾿ζησε, τό ᾿γραψε· «Σάν νά ᾿χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια κι οἱ καημοί τοῦ κόσμου». Πονοῦσε βέβαια καί ὁ ἴδιος, ἀλλά ἐντάσσοντας τίς πίκρες καί τά φαρμάκια στήν προοπτική τῆς σωτηρίας, ἀντικρύζοντας τά πράγματα sub specie aeternitatis, πάντοτε ταπεινός καί ἁπλός, ἀντιστεκόταν στόν πειρασμό τῆς ἀνταρσίας. ῾Η Φραγκογιαννοῦ ἐπέλεξε τή γραμμή τῆς Εὔας πού, παρασύροντας καί τόν ᾿Αδάμ, ἀποφάσισαν νά παρακάμψουν τή μοναδική ἀπαγορευτική θεία ἐντολή. Εὔα καί Φραγκογιαννοῦ μέ τή μυωπική τους ὅραση δέν κατάλαβαν πώς σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι «ὄμορφη ἡ τάξη τοῦ Θεοῦ κι ἄς μήν τήνε χαλάσεις». (Χρησιμοποιῶ τό στίχο τοῦ Στρ. Μυριβήλη ἐλαφρά προσαρμοσμένο στήν περίσταση).
῾Ωστόσο, ὁ εὐαίσθητος, ὁ τρυφερός κύρ ᾿Αλέξανδρος συμπονεῖ τή δυστυχισμένη φόνισσα γιά τήν κατάντια της τήν κοινωνική, τήν ἠθική, τή θρησκευτική. Εἶναι μιά ἔρημη ψυχή πού ἐγκληματεῖ, τραβώντας ὥς τό τέλος τό μονόδρομο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἔπαρσης -ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ εὐθύνη της. Τελικά πάντως τήν ἀφήνει νά πνιγεῖ στό φουσκωμένο κύμα, τήν ὥρα πού τήν κυνηγοῦν ἕνας χωροφύλακας, ἕνας ἀγροφύλακας κι ἕνας στρατιώτης, «εἰς τό ἥμισυ τοῦ δρόμου μεταξύ τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

᾿Ι. ᾿Α. Νικολαΐδης

Ιδού λοιπόν μια απωθητική αλλά θεληματική γερόντισσα που στα τέλη του βίου της, αποφασίζει να διακινδυνεύσει όχι μόνο τη ζωή της για έναν σκοπό που ξεπερνάει τις βιοτικές ανάγκες του καθενός, αλλά την ίδια τη σωτηρία της ψυχής της. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, έγκειται η μοναδικότητα αυτού του «κορυφαίου κειμένου» της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το γεγονός ότι η Φόνισσα, αφού συγκεφαλαιώσει μέσα της το νόημα της υπηρεσίας, αποφασίζει να δράσει, να επέμβει στον κόσμο της κοινότητας, καταδεικνύει μιαν ασυνείδητη μεν, πλην αντιχριστιανική στάση, που σέρνει τις ρίζες της στην ιδιάζουσα οικογενειακή της παράδοση. Το μυθιστόρημα άλλωστε αρχίζει με μιαν αναδρομή στο κυνηγητό της μάνας και τελειώνει με το κυνηγητό της κόρης. Εδώ όπως και παντού στον Παπαδιαμάντη, το άτομο δεν υφίσταται αφ’ εαυτού, αλλά μόνο διά της γενεολογίας του. Εξ οὗ και το κράτος της αμαρτίας.
[88] Kόρη μάγισσας, η Φραγκογιαννού είναι γιάτρισσα, διαιωνίζει δηλαδή μία από τις τεχνικές της μαγείας. Πρόγονος της επιστήμης, η μαγεία έχει να κάνει με τη βελτίωση του εδώ και του τώρα, τη μεταμόρφωση του δεδομένου. Ο χριστιανός αντιθέτως αδιαφορεί για τη βελτίωση των πραγμάτων. Υπομένει και ελπίζει. Η υπομονή και η ελπίδα έχουν τη μορφή της υπηρεσίας. Kαί η υπηρεσία, καλώς ή κακώς, είναι το μόνο αντίδοτο στο επώδυνο αίσθημα της μόνιμης ανεπάρκειας μέσα στην οποία ζει η κοινότητα. Άρα κάθε πράξη που αποσκοπεί στη θεραπεία της ανεπάρκειας είναι ουσιαστικώς αντιχριστιανική, διότι προϋποθέτει την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του ατόμου.
Διά των φονικών της πράξεων, η παιδοκτόνος θέτει σε αμφισβήτηση την έννοια της υπηρεσίας και συνεπώς το χριστιανικό σύμπαν. Kαί διά της ηδονικής αυτής αμφισβητήσεως, διανοίγεται ο ορίζοντας μιας αυθεντικής ατομικότητας που επιδιώκει την προσωπική ελευθερία μέσω της ριζικής αρνήσεως του δεδομένου κόσμου.
Η κοινότητα είναι ο οργανωμένος κόσμος που μας δίνεται ανεξαρτήτως της θελήσεώς μας. Είναι δηλαδή η οργανωμένη επέκταση της οικογένειας, το χώμα, το αίμα και η φυλή. Το Εγώ και ο Αλλος είναι καθ’ όλα ομόχρονοι. Τίποτε δεν έρχεται να διαταράξει την αιώνια συζυγία τους. Από αυτήν την κοινότητα του κυκλικού χρόνου, η οποία την εποχή κιόλας του Παπαδιαμάντη αποτελούσε φθίνον παρελθόν, [89] έπρεπε να προκύψουν οργανικά τα νέα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε ο Νεοέλληνας ως προς τον εαυτό του και ως προς τον άλλον. Οργανικά και όχι μιμητικά, όπως τονίζει ο K. Παπαγιώργης στην ωραία μονογραφία του για τον Παπαδιαμάντη (Kαστανιώτης 1997). Μέσα από τα όρια του «Kοινωνικού μυθιστορήματος», μεγαλειώδης ειρωνεία του Σκιαθίτη προς κάθε μέλλοντα χρόνο, το ερώτημα της ανθρώπινης φύσης υποβάλλεται στη βάσανο των κοινωνικών συνθηκών και οι κοινωνικές συνθήκες αποδεικνύονται ανενεργοί. Ξεπηδάει όμως απροσδόκητα όλο το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας. Αν η κοινότητα πέφτει μικρή μπροστά σ’ αυτήν την αποκάλυψη, η συμβατική κοινωνία δεν έχει να προτάξει τίποτε περισσότερο από διαδικασίες. Έτσι ασυνειδητοποίητη, η Φόνισσα παραμένει σκιερή, αδιάφανη, θαμπή όπως ακριβώς η αδυσώπητη ύπαρξη του κακού που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διακριθεί από την ελευθερία της ανθρώπινης επιθυμίας. «Ω, να το προικιό μου!», είναι οι τελευταίες λέξεις τη Φραγκογιαννούς. Λέξεις πολυσήμαντες και γι’ αυτό ανοιχτές προς πάσαν κατεύθυνση.
                                                                                        Α Ζέρβας  Καθημερινή  18]02/2001



ΑΞΙΟΛΟΓΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ερμηνευτική προσέγγιση  1

ερμηνευτική προσέγγιση  2

ερμηνευτική προσέγγιση  3

ερμηνευτική προσέγγιση  4

ερμηνευτική προσέγγιση  5


                                 


η τηλεοπτική μεταφορά του έργου

μέρος 1ο

μέρος 2ο

μέρος 3ο


























ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


Βιογραφικό σημείωμα


           

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ καὶ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στὴ Σκιάθο στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1851 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ ἱερέα Ἀδαμαντίου Ἐμμανουὴλ καὶ τῆς Ἀγγελικῆς κόρης Ἀλεξ. Μωραϊτίδη. Τέσσερις ἀδελφὲς κι ἕνας ἀδελφὸς θὰ εἶναι ἡ μόνη περιουσία ποὺ θὰ κληρονομήσει ἀπὸ τὴν φτωχὴ οἰκογένειά του. Τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὶς δυὸ πρῶτες τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου στὴ Σκιάθο. Φοίτησε σὲ σχολεῖο τῆς Σκοπέλου, τοῦ Πειραιᾶ καὶ τελικὰ πῆρε ἀπολυτήριο Γυμνασίου ἀπὸ τὸ Βαρβάκειο τὸ 1874. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπ᾿ ὅπου ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφοίτησε, ἐνῷ γράφει τὸ πρῶτο λυρικό του ποίημα γιὰ τὴ μητέρα του. Βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν τοῦ πενιχροῦ ὑλικὰ βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θὰ μάθει ἀγγλικὰ καὶ γαλλικὰ στὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του. Φίλος καὶ σύντροφός του σ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ λογοτέχνης ἐξάδελφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, μετέπειτα Ἀνδρόνικος μοναχός. Ὁ Μωραϊτίδης θὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ λογοτεχνικοὺς καὶ δημοσιογραφικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, κι ὁ Παπαδιαμάντης θ᾿ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὰ ἔργα του νὰ δημοσιεύονται στὸν «Ραμπαγᾶ», στὸν «Νεολόγο» τῆς Κωνσταντινουπολεως, στὸ «Μὴ Χάνεσαι» καὶ στὶς ἐφημερίδες «Ἐφημερὶς» καὶ «Ἀκρόπολις». Γρήγορα οἱ συνεργασίες του μὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες θὰ αὐξηθοῦν, ἀλλά, βιοποριστικό του ἐπάγγελμα θὰ γίνει ἡ δημοσιογραφία κι οἱ μεταφράσεις.
Τὸ 1879 δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημα «Ἡ μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα «Νεολόγος». Τὸ 1882 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» στὴν ἐφημερίδα «Μὴ χάνεσαι», ἐνῷ παράλληλα ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστής. Τὸ 1884 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει στὴν «Ἀκρόπολη» τὸ μυθιστόρημά του «Γυφτοπούλα», ὅπου ἀπὸ τὸ 1892 ὡς τὸ 1897 ἐργάζεται ὡς τακτικὸς συνεργάτης. Οἱ προοπτικὲς φαίνονται μεγάλες γιὰ μία ἐπιτυχῆ δημοσιογραφικὴ καὶ λογοτεχνικὴ πορεία στὴν Πρωτεύουσα, ὅμως αὐτὸ δὲν συγκινεῖ τὸν «κοσμοκαλόγερο», τὸν μοναχικὸ καὶ ταπεινὸ Παπαδιαμάντη. Οἱ μόνες ὧρες ποὺ φαίνεται νὰ χαίρεται στὴν Ἀθήνα εἶναι ἐκεῖνες ποὺ περνάει μὲ τοὺς ἁπλοὺς καθημερινοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους, κι ἐκεῖνες ποὺ ψάλλει στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο στὸ Μοναστηράκι. Δεξιὸς ψάλτης ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὸς ὁ Μωραϊτίδης, κι ἱερέας ὁ προσφάτως ἀνακηρυχθεὶς Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, ὁ βιώσας τὴν Ταπείνωση.
Πέρα ἀπὸ τὴν δυσκολία του νὰ προσαρμοστεῖ στὴν πρωτεύουσα, παθαίνει καὶ ρευματισμοὺς στὰ χέρια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴ δημοσιογραφική του ἐργασία. Χωρὶς κανέναν οἰκονομικὸ πόρο θὰ ἐπιστρέψει στὴ Σκιάθο ὅπου, ἄρρωστος, θὰ ἀφεθεῖ γιὰ λίγο στὶς φροντίδες τῶν ἀδελφῶν του. Ἀπὸ τὸ 1902 ὡς τὸ 1904 μένει στὴ Σκιάθο ἀπ᾿ ὅπου δημοσιεύει τὴ «Φόνισσα». Στὶς 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στὸν «Παρνασσὸ» ἡ 25ετηρίδα του στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ὑπὸ τὴν προστασία τῆς πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Ἀμέσως μετὰ ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του ὅπου καὶ μένει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Θὰ προειδεῖ τὸν θάνατό του, καὶ τὴν δυσκαταποσία τῶν τελευταίων ὡρῶν του, καὶ θὰ ζητήσει νὰ τὸν κοινωνήσει ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας του δυὸ μέρες πρίν. Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911 ἀπὸ πνευμονία. Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν ἴδια μέρα καὶ τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Γεώργιος Ρήγας. Στὶς 22 Νοεμβρίου 1912 τὸν τάφο του ἐπισκέφτηκε ἡ Μαρία Βοναπάρτη καὶ τὸ 1925 στήθηκε ἡ προτομή του, ἔργο τοῦ Θ. Θωμόπουλου.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τὸ ὁποῖο εἶναι σήμερα διεθνῶς ἀναγνωρισμένο, ἐπηρεάστηκε ἄμεσα ἀπὸ τὸ νησὶ στὸ ὁποῖο γεννήθηκε καὶ πέθανε, τὸ νησὶ ποὺ ἀγάπησε καὶ ὕμνησε ὅσο κανένας ἄλλος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του, τὶς πραγματικὲς ἱστορίες τῶν ὁποίων μετέφερε γράφοντας. Ὑπῆρξε ἕνας ἄριστος μελετητὴς τῆς ἀνθρώπινης ψυχολογίας καὶ τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς του. Μὲ τὴν ἀπαράμιλλη καὶ γεμάτη λυρισμὸ πένα του, ἔγραψε χωρὶς ἀμφιβολία τὰ κορυφαῖα ἠθογραφήματα τῆς νεότερης Ἑλλάδας. Ἔτσι, τὸ ὄνομά του μᾶς παραπέμπει στὸ νησί του, ἀλλὰ παράλληλα, στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Σκιάθος», δὲν μποροῦμε νὰ μὴ σκεφτοῦμε τὸν μεγάλο αὐτὸ λογοτέχνη, ποὺ σφράγισε ἀνεξίτηλα τὸ νησί του, ἀκριβῶς ὅπως αὐτὸ σφράγισε τὸ ἔργο του.
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 05 Οκτώβριος 2011 11:16


Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στὴ Σκιάθο, στὶς 4 Μαρτίου 1851. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν, ὅπως συνέβαινε συνήθως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολύτεκνη. Ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐμμανουὴλ (πέθανε σὲ νεανικὴ ἡλικία), Οὐρανία, Χαρίκλεια, Ἀλέξανδρος, Σοφούλα, Γεώργιος καὶ Κυρατσούλα. Ὁ πατέρας του Ἀδαμάντιος Ἐμμανουήλ, γόνος ναυτικῆς οἰκογένειας, ἦταν ἱερέας τοῦ νησιοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῶν Κολλυβάδων. Ἡ μητέρα του Γκιουλὼ (Ἀγγελικὴ) Ἀλεξάνδρου Μωραΐτη καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Μυστρᾶ, ἡ ὁποία ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκιάθο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα.
Ὁ μικρὸς Ἀλέξανδρος φοίτησε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς Σκιάθου (1856 ἕως 1860), ὅπου φέρεται ἐγγεγραμμένος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Διαμάντης, στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Σκιάθου (1860-1862), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπὰ Ἀδαμαντίου καὶ στὸ Σχολαρχεῖο Σκοπέλου (στὴν Γ´ τάξη, κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1865-1866), μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου ἱερέως. Κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1867-1868 ἐγγράφεται στὴν Α´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Χαλκίδος, ὡς Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντιάδης. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑπόμενου σχολικοῦ ἔτους ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸν καθηγητὴ τῶν Ἱερῶν (δηλαδὴ τῶν Θρησκευτικῶν), ὁ ὁποῖος τοῦ φαινόταν «πλέον τοῦ δέοντος ἀγράμματος», καὶ ἐγκαταλείπει τὴ φοίτηση στὴ μέση της χρονιᾶς. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1869, ἀφοῦ δίνει ἐξετάσεις, παίρνει τὸ ἐνδεικτικό της Β´ τάξης ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ τὸν Ὀκτώβριο ἐγγράφεται στὴ Γ´ τάξη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς. Στὰ τέλη Ἰανουαρίου 1870 διακόπτει τὴ φοίτησή του στὸ Γυμνάσιο τοῦ Πειραιᾶ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Σκιάθο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα βρίσκεται στὴν Ἀθήνα μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου Δαμιανοῦ πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Ἀλέξανδρο Κουμουνδοῦρο καὶ τὸν ὑπάλληλο τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Βαλαβάνη. Ὡστόσο δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲ θέλει νὰ τοὺς συναντήσει. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἑπόμενου ἔτους πραγματοποιεῖ ταξίδι στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου, φιλοξενούμενος τοῦ μοναχοῦ Νήφωνα τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, συμπατριώτη καὶ πιστοῦ φίλου του, παρέμεινε μερικοὺς μῆνες «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως γράφει στὸ σύντομο αὐτοβιογραφικό του σημείωμα.
Στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1873 φτάνει στὴν Ἀθήνα μέσῳ Χαλκίδας. Δίνει μὲ ἐπιτυχία κατατακτήριες ἐξετάσεις καὶ ἐγγράφεται στὴ Δ´ τάξη τοῦ Βαρβακείου Λυκείου. Φοιτᾶ στὸ Βαρβάκειο, ἐνῶ ταυτόχρονα παραδίδει καὶ κάποια ἰδιαίτερα μαθήματα, γιὰ νὰ ἐνισχύει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικά του. Στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1874 πῆρε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Βαρβακείου Λυκείου μὲ βαθμὸ «σχεδὸν καλῶς» 3 (μὲ ἄριστα τὸ 6) καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου. Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεύτηκε ἀνάμεσα στὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλολογία, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου ἤδη φοιτοῦσαν τὰ ἐξαδέλφια του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ Σωτήριος Οἰκονόμου. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτούς, ὁ Παπαδιαμάντης δὲ θὰ τελειώσει ποτὲ τὴ σχολή. Στὸ αὐτοβιογραφικό του σημείωμα γράφει: «Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην μὲ τὰς ξένας γλώσσας». Μένει στὴν Ἀθήνα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν κυρίως μὲ «προγυμνάσεις» μαθητῶν. Παράλληλα ἔχει διαρκῶς τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἐνεργεῖ γιὰ νὰ διευθετήσει ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὸ 1876 ἀρχίζει νὰ δημοσιεύει ἀνωνύμως ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερίς. Συχνάζει στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Σπ. Κουσουλίνου καὶ ἀρχίζει νὰ γνωρίζεται μὲ δημοσιογράφους καὶ λογοτέχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1879 μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1880 δημοσιεύει, μὲ τὴν προτροπὴ καὶ σύσταση τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ πρῶτο του ἱστορικὸ μυθιστόρημα «Ἡ Μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα Νεολόγος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1880 μέχρι τὸν Ἰούνιο τοῦ 1881. Ἀπὸ τὸ 1882 ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστὴς στὴν Ἐφημερίδα τοῦ Δ. Κορομηλᾶ. Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἡ μετάφραση ἄρθρων γιὰ λογαριασμὸ ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ βιβλίων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά, ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ βιοπορισμοῦ του. Μεταξὺ Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883 δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», μὲ τὸ ψευδώνυμο «Μποέμ», ἐνῶ ἀπὸ τὸ Ἀπρίλιο μέχρι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884, στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, δημοσιεύεται τὸ τρίτο του μυθιστόρημα, «Ἡ Γυφτοπούλα».
Τὸ 1885 δημοσιεύεται τὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα «Χρῆστος Μηλιώνης» καὶ στὶς 26 Δεκεμβρίου 1887, στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερὶς τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ τίτλο «Τὸ χριστόψωμο». Ἀπὸ τότε στρέφεται ἀποκλειστικὰ στὸ διήγημα, στὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται κορυφαῖος τεχνίτης. Ἡ ζωή του κυλᾶ ἀθόρυβα καὶ ταπεινὰ στὴν Ἀθήνα, ἀνάμεσά σε φτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, μὲ κάποια διαλείμματα στὸ ἀγαπημένο του νησί. Μὲ τὰ διηγήματά του, δημοσιευόμενα σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, κέρδισε τὴν ἀγάπη τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ καὶ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἐκτίμηση τῆς πλειονοψηφίας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς. Παρὰ ταῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀπέφευγε τοὺς φιλολογικοὺς κύκλους καὶ γενικότερα τὴ δημοσιότητα καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Συχνάζει στὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη καὶ συναναστρέφεται πίνοντας κρασὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῶν λαϊκῶν συνοικιῶν, τῶν ὁποίων τὴ βασανισμένη ζωὴ μεταφέρει στὰ διηγήματά του. Συμμετέχει ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δεξιοῦ ψάλτη στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, ταπεινοῦ ἰδιωτικοῦ ναΐσκου (ὁ ὁποῖος μὲ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἔχει ἀναστυλωθεῖ ἀπὸ τὸ 2004 καὶ στὸν ὁποῖο ἡ Ἑταιρεία τελεῖ κάθε μήνα ἀγρυπνία), μὲ ἀριστερὸ ψάλτη τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Ἡ μόνιμη οἰκονομικὴ δυσπραγία, ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργάζεται ἐξαντλητικὰ ὡς μεταφραστής, ἀλλὰ καὶ ἰδιοσυγκρασιακοὶ παράγοντες τῆς ξεχωριστῆς καὶ προικισμένης προσωπικότητάς του, συνέβαλαν στὸ νὰ δημιουργηθεῖ γι᾿ αὐτὸν ἡ εἰκόνα τοῦ ἀπόκοσμου («Ὁ Κοσμοκαλόγερος» εἶναι ὁ τίτλος τῆς μυθιστορηματικῆς βιογραφίας του ἀπὸ τὸν Μιχάλη Περάνθη), τοῦ «μποέμ», τοῦ ἐκλεκτοῦ ἰδιόρρυθμου. Καθὼς ἡ ἀπὸ νωρὶς κλονισμένη ὑγεία του χειροτερεύει διαρκῶς, τὸ 1908 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴ Σκιάθο. Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1910 ἀρρωσταίνει ἀπὸ πνευμονία καὶ στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911, ἐκεῖ, στὸ πατρικό του σπίτι, θὰ ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ λίγες ὧρες πρὶν εἶχε ψάλει ὕμνο τῶν Ὡρῶν τῆς ἐπικείμενης γιορτῆς τῶν Φώτων.
Τὸ πρωτότυπο ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Κώστα Στεργιόπουλο, νὰ χωριστεῖ σὲ τρεῖς περιόδους. Στὴν πρώτη (1879-1885) ἀνήκουν τὰ τρία προαναφερθέντα μυθιστορήματα καθὼς καὶ ὁ «Χρῆστος Μηλιώνης». Ἡ διηγηματογραφία ἐκτείνεται στὴ δεύτερη (1886-1896) καὶ στὴν τρίτη (1898-1910) περίοδο. Ἀντιπροσωπευτικότερα ἔργα τῆς δεύτερης περιόδου τὰ διηγήματα: «Ὑπηρέτρα», «Ἡ Σταχομαζώχτρα», «Μία ψυχή», «Ἡ Μαυρομαντηλοῦ», «Φτωχὸς Ἅγιος», «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», «Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά», «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», «Οἱ χαλασοχώρηδες», «Λαμπριάτικος ψάλτης», Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», «Ἡ νοσταλγός», «Ἔρωτας στὰ χιόνια», «Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης», «Τὸ σπιτάκι στὸ λιβάδι», «Ἔρως-Ἥρως». Στὴν Τρίτη περίοδο ξεχωρίζουν τὰ διηγήματα: «Τ᾿ ἀγνάντεμα», «Ἁμαρτίας φάντασμα», «Τὰ δαιμόνια στὸ ρέμα», «Ὄνειρο στὸ κύμα», «Ἡ Φαρμακολύτρια», «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», «Ἡ Χολεριασμένη», «Στρίγλα μάνα», «Ἡ Φόνισσα», «Τὰ κρούσματα», «Ὁ Κακόμης», «Ἡ φωνὴ τοῦ Δράκου», «Γυνὴ πλέουσα», «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», «Τὰ ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια», «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας», «Νεκρὸς ταξιδιώτης». Τὰ διηγήματα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», «Τ᾿ ἀγγέλιασμα», «Τὰ μαῦρα κούτσουρα», «Φλώρα ἢ Λαύρα» καὶ «Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος» δημοσιεύτηκαν μετὰ τὸ θάνατό του (μέχρι τὸ 1925). Μόλις τὸ 2008 βρέθηκε καὶ δημοσιεύτηκε τὸ διήγημά του «Τὸ γιαλόξυλο». Τὸ μεταφραστικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ περιλαμβάνει μεταφράσεις ἄρθρων ποικίλου περιεχομένου, πεζῶν λογοτεχνημάτων καὶ τριῶν σπουδαίων ἱστορικῶν ἔργων. (Τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ George Finlay, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τῆς ὁμότιτλης ἱστορίας τοῦ Thomas Gordon, καὶ ἑνὸς ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Νικολάου Σπηλιάδη, γραμμένου στὰ γαλλικά). Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εὐτύχησε νὰ δεῖ ὅσο ζοῦσε τυπωμένο δικό του βιβλίο. Μετὰ τὸ θάνατό του ὅμως τὸ ἔργο του, τμηματικὰ ἢ συνολικά, γνώρισε πολλὲς ἐκδόσεις. Κορυφαῖο σημεῖο τῆς ἐκδοτικῆς πορείας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου εἶναι ἡ κριτικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, στὶς ἐκδόσεις Δόμος, τῶν Ἁπάντων του (1981-1988) καὶ τῆς Ἀλληλογραφίας του (1992).

Γενικὴ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου του

Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει πρωτεύουσα θέση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἡ διηγηματογραφία του διακρίνεται γιὰ τὸ ρεαλισμό της, ποὺ φτάνει πολλὲς φορὲς μέχρι τὸ νατουραλισμό. Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀκριβολόγος θεώρηση τόσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθιὰ στοχαστικὴ καὶ ἐλεγκτικὴ ματιά του πάνω στὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ἡ ἀνάδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμένων τύπων, ἀλλὰ ἰδιόρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρώπων ναυαγισμέμων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά, καὶ ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ὁμάδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστάσεις, δίνει στὸ ρεαλισμό του ἕνα χαρακτήρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτόχρονα. Ἡ ποικιλία τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν καὶ ἡ γλώσσα του παράγουν μίαν ἔντονη ποιητικότητα. Ἡ γλώσσα του εἶναι στὴ βάση της ἡ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμένη ὡστόσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμένη ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ διανθισμένη, ἰδίως στοὺς διαλόγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, «θησαυρισμένη», κατὰ τὸν Ἐλύτη, «ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας». Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ κάνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφίας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη νὰ ἀναδεικνύεται «ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λόγου».

πηγή http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=72:mantas&catid=34:cv&Itemid=57



εκπομπές από το αρχείο της ερτ για τον Παπαδιαμάντη



εκπομπή  1

εκπομπή  2

εκπομπή  3

εκπομπή  4

ΑΦΊΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ





ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΑΦΟΡΜΗΣΗ 3


Αλήθειες και μύθοι γύρω από την προίκα
Ελευθεροτυπία, 29 Ιανουαρίου 1981
Ο θεσμός της προίκας έρχεται κάθε τόσο στο κέντρο της επικαιρότητας. Τον είχε φέρει το (ξεχασμένο πια) προσχέδιο της επιτροπής Γαζή, που πρότεινε την κατάργηση του. Τον ξανάφερε τούτες τις ημέρες η ταινία του Δημ. Κολλάτου «Ελιές».
Έχει ωριμάσει πια η αντίληψη ότι ο θεσμός της προίκας είναι ταπεινωτικός για τη γυναίκα και επιβεβαιώνει την εξάρτηση της από τον άντρα. Κι αυτό είναι αλήθεια. Γιατί ο αστικός κώδικας, ρυθμίζοντας την προίκα, δεν καθιερώνει απλώς υποχρέωση του πατέρα (κι ύστερα απ' αυτόν, της μητέρας) να εφοδιάσει την κόρη του με τα απαραίτητα περιουσιακά εφόδια, για να μην είναι εξαρτημέ­νη από την (καλή ή κακή) θέληση του άντρα. Προίκα, όπως λέει ο αστικός κώδι­κας, είναι η περιουσία (κινητά και ακίνητα) που δίνει η γυναίκα ή κάποιος άλλος (συνήθως ο πατέρας της) στον άντρα «προς ανακούφισιν των βαρών του γά­μου». Τα βάρη αυτά, σύμφωνα με μια άλλη διάταξη, είναι αποκλειστική υποχρέω­ση του άντρα.
Λοιπόν, αν δε γίνει ιδιαίτερη συμφωνία (και συνήθως δε γίνεται), ο άντρας αποκτάει την κυριότητα των μετρητών χρημάτων και των κινητών που δόθηκαν ως προίκα. Η γυναίκα δεν έχει κανένα ενεργό δικαίωμα πάνω σ' αυτά. θα έχει, αν λυθεί ο γάμος της, για να της επιστραφεί. Σ' όλη τη διάρκεια του γάμου η προίκα δεν είναι δική της περιουσία, αλλά περιουσία του άντρα. Αν πάλι δίνεται ως προίκα κάποιο ακίνητο (λ.χ. το διαμέρισμα που θα μείνει το ζευγάρι, ένα χωράφι η ένα οικόπεδο, κλπ.) τότε εφόσον δεν έγινε διαφορετική συμφωνία, με την οποία ο άντρας να γίνεται κύριος των προικώων, περιορίζεται στη διοίκηση και επικαρπία, και η γυναίκα αποκτάει τη λεγόμενη ψιλή κυριότητα, δηλαδή μια ιδιοκτησία που είναι απογυμνωμένη από κάθε άμεσο δικαίωμα και έχει φαλκιδευ­τεί στην απλή προσδοκία, αν κάποτε λυθεί ο γάμος, τότε να ενεργοποιηθεί. Σ' όλη τη διάρκεια του γάμου, ο άντρας αποφασίζει αν θα νοικιάσουν το προικώο ή θα το κρατήσουν για δική τους χρήση. Αυτός εισπράττει τα μισθώματα, αυτός τα εισοδήματα από τους συγκομιζόμενους καρπούς του χωραφιού. Αυτός κάνει τις αγωγές εναντίον των καταπατητών. Με δυο λόγια: Αυτός είναι ο αφέντης. Στη γυναίκα δεν πέφτει λόγος.
Γίνεται έτσι φανερό, ότι με το θεσμό της προίκας, η έννομη τάξη επιβεβαι­ώνει και συντηρεί τη μειονεκτική θέση της γυναίκας απέναντι στον άντρα. Απο­ξενωμένη από την περιουσία της και από τα αντίστοιχα εισοδήματα, η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να σκύβει το κεφάλι σε κάθε καπρίτσιο του άντρα, ενώ, πα­ράλληλα, δεν έχει τα μέσα για να δοκιμάσει τις δικές της δυνάμεις μέσα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, σαν να μην ήταν ισότιμη με τους άντρες, αλλά δεύτερης κατηγορίας ανθρωπάκι, κατάλληλη για τη λάτρα του σπιτι­ού, για την ικανοποίηση της ερεθισμένης σεξουαλικότητας του άντρα και για την επίβλεψη των ανήσυχων παιδιών.
Αυτή την υποβάθμιση της γυναίκας, είχαν καταφέρει να ωραιοποιήσουν διά­φοροι κράχτες της κατεστημένης εξουσίας (όπως η εκκλησία και οι αρχές των πατροπαράδοτων χρηστών ηθών) με το φωτοστέφανο της αφοσιωμένης στην οι­κογένεια της, τίμιας γυναίκας. Ακόμη και σήμερα καλλιεργείται από αρκετούς ο μύθος, πως η νομική εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα θα διαλύσει το θεσμό του γάμου, θα ανατρέψει τις ιερές παραδόσεις και θα απογυμνώσει τη γυναίκα από τη θελκτικότητά της, σαν ένα όμορφο διακοσμητικό αντικείμενο μέσα στην κουραστική ημέρα μας.
Ποτισμένος από τις αντιλήψεις αυτές, ήταν, πριν είκοσι χρόνια, κάποιος φί­λος μου απαρηγόρητος! Είχε καλοπροικιστεί. Τον πρώτο χρόνο του γάμου του απόκτησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. «Τώρα μούμεινε η γυναίκα τζάμπα» κλαιγό­ταν. «Την προίκα που πήρα θα πρέπει να την κρατήσω για το γαμπρό της κόρης μου»!
Η κίνηση για την κατάργηση του θεσμού της προίκας είναι ένα θετικό βήμα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την καταπίεση του αντρικού αυταρχι­σμού που επικρατούσε ως τώρα. Είναι όμως παράλληλα μύθος να πιστέψει κα­νείς ότι μόνη η νομοθετική κατάργηση του θεσμού της προίκας θα λύσει τα προβλήματα. Η προίκα, με όλες τις παραλλαγές που ίσχυσε, στις διάφορες ιστο­ρικές περιόδους, ήταν γέννημα-θρέμμα των κοινωνικών συνθηκών. Όσο λοιπόν οι κοινωνικές συνθήκες είναι ασφυχτικές για τα νέα παιδιά που παντρεύονται και θέλουν να στήσουν το δικό τους σπιτικό, μόνη η νομοθετική κατάργηση του θε­σμού της προίκας θα είναι σκέτος στρουθοκαμηλισμός.
Στα πολύ παλιά χρόνια, οι άντρες έκλεβαν, με κάθε ευκαιρία, όσες πιο πολ­λές γυναίκες μπορούσαν. Οι αρπαζόμενες γυναίκες δεν είχαν θέση νόμιμης συ­ζύγου, έτσι όπως την εννοούμε σήμερα. Ο θεσμός του γάμου ήταν ακόμη αδια­μόρφωτος. Τις χρησιμοποιούσαν λοιπόν ως σκεύη ηδονής, ως τεκνοποιητικές μηχανές και ως υπηρετικό προσωπικό του αφέντη, όχι μονό μέσα στο σπίτι, αλλά και έξω στα χωράφια. Για ν' αποφύγουν τις αντεκδικήσεις, οι αρπαγείς άρχισαν, σιγά-σιγά, να κλείνουν συμφωνία με τους συγγενείς της κλεμμένης γυναίκας. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής πλήρωναν κάποια αποζημίωση, η οποία, συχνά, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.
Με την επικράτηση ειρηνικότερων συνθηκών, οι άντρες έπαψαν να αρπά­ζουν τις γυναίκες. Τώρα πια τις αγόραζαν από τον εξουσιαστή τους, δηλαδή συνήθως από τον πατέρα τους. Το τίμημα που καταβαλλόταν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η παλιά αποζημίωση για την αρπαγή που δεν συνηθιζόταν πια.
Αυτά ίσχυσαν σε όλους τους αρχαίους λαούς.
Με τον καιρό καταργήθηκε η αγορά και η συμφωνία γαμπρού και πεθερού περιοριζόταν στο να δοθεί η νύφη με όλα τα φορέματα και τα κοσμήματα της, καθώς και με τα άλλα αντικείμενα της προσωπικής της χρήσης (τα «μείλια»). Οι οικογένειες ήταν ακόμη αγροτικές. Με την καλλιέργεια του αγρού από τον άν­τρα και τους δούλους του. η οικογένεια είχε αρκετά εισοδήματα, ανάλογα με τις σχεδόν ανύπαρκτες δαπάνες της εποχής εκείνης. Όταν όμως σχηματίστηκαν και μεγάλωσαν οι πόλεις, τότε αυξήθηκαν οι δαπάνες που επέβαλλαν οι καινού­ριες συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης κυρίως, με τα έξοδα πολυτελούς διαβίω­σης. Κάτω λοιπόν από την πίεση των καινούριων αυξημένων δαπανών που απαι­τούσε η εγκατάσταση και η διαβίωση στην πόλη, οι γαμπροί δε θεωρούσαν πια αρκετά τα «μείλια». δηλαδή τα αντικείμενα της προσωπικής χρήσης της γυναί­κας που έπαιρναν, αλλά ζητούσαν από τον πεθερό όλο και μεγαλύτερη οικονομι­κή ενίσχυση. Έτσι διαμορφώθηκε ο θεσμός της προίκας, ως αναγκαίο επακό­λουθο των καινούριων δομών της αστικής κοινωνίας και οικονομίας.
Ως το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η προίκα ήταν στον τόπο μας, όχι μονό μια παραδομένη από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο υποχρέωση των γονιών της κο­πέλας, αλλά, προπαντός, μια απαραίτητη οικονομική ενίσχυση για να μπορέσει το καινούριο ζευγάρι να φτιάξει το σπιτικό του και να ξεπεράσει την πιεστική οικονομική στενότητα που αντιμετώπιζε στα πρώτα του βήματα Μέσα στο κλίμα των κοινωνικών αντιλήψεων που επικρατούσαν ως τότε. τα περισσότερα και ση­μαντικότερα επαγγέλματα ανήκαν μονοπωλιακά στους άντρες. Για τις γυναίκες έμενε μόνο το επάγγελμα της οικόσιτης η εξωτερικής παραδουλεύτρας, της ράφτρας, της κομμώτριας της νοσοκόμας και της (ελαφριάς η σοβαρής) καλλι­τέχνιδας Α. ναι! Και της πουτάνας…
Η ισότιμη αποδοχή αντρών και γυναικών σε όλα τα επαγγέλματα είναι πια σήμερα κάτι το αυτονόητο. Βεβαία ακούγονται πότε-ποτέ, και κάποιες παράφω­νες αντιρρήσεις Όμως εκείνοι που τις προτείνουν γίνονται συνήθως καταγέλαστοι, καίω από την υποψία πως κάποιο κόμπλεξ σεξουαλικής μειονεκτικότητας κρύβουν οι αφορισμοί τους για τη δήθεν ακαταλληλότητα των γυναικών να πά­ρουν στα χεριά τους διευθυντικές θέσεις.
Μέσα στις καινούριες αυτές κοινωνικές και οικονομικές δομές θυμίζουν πια γελιογραφίες κάποιοι κανόνες του αστικού κώδικα που άλλοτε συνιστούσαν τα θεμέλια της πατριαρχικής οικογενείας. Το άρθρο που ορίζει πως «ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ο, τι αφορά τον συζυγικόν βίον» έχει πια περισσότερο μουσειακό χαρακτήρα, για να κάνουν χάζι τα παιδιά: «Κοίτα, ρε, πως σκέφτονταν οι άνθρωποι σε άλλες εποχές»… Είναι λοιπόν αδια­νόητη η συμβολή της γυναίκας στα βάρη του γάμου με την παράδοση της προί­κας στο γαμπρό θα δουλέψουν και οι δυο, και με τα εισοδήματα της εργασίας τους θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν περά. Η γυναίκα λοιπόν, στις καινούριες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες δε συμβάλλει πια με προίκες, αλλά με τα εισο­δήματα της προσωπικής εργασίας της, όμοια όπως γίνεται και με τους άντρες. Από την άποψη αυτή, η νομοθετική κατάργηση του θεσμού της προίκας έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει κάτι που, έτσι κι αλλιώς, έχει πάψε; να συνηθίζεται.
Τι, δηλαδή; Δεν προικίζουν πια οι γονείς τα κορίτσια τους; Και βεβαία τα προικίζουν, όταν και όσο μπορούν. Μονό που, τώρα πια, προικίζουν τα κορίτσια τους, και όχι το γαμπρό. Δίνουν δηλαδή στα κορίτσια τους διάφορα περιουσιακά στοιχεία, που θα ανήκουν στη δίκη τους κυριότητα και θα τα διαχειρίζονται και καρπώνονται αυτά τα ίδια. και όχι οι άντρες τους.
Γιατί; Επειδή, και πάλι, αυτό επιβάλλουν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Για θυμηθείτε: Πόσα χρονιά πρέπει να ταλαιπωρηθεί το καινούριο ζευγάρι, ωσό­του μπορέσει, με τις αποταμιεύσεις από την εργασία και των δυο. να αποκτή­σουν δικό τους σπίτι, και να το επιπλώσουν όπως τόσον καιρό ονειρεύονταν; Συνήθως έχουν γίνει πια μεσόκοποι. Οι στερήσεις και η μιζέρια έχουν δηλητηρι­άσει αρκετά τις σχέσεις τους. Κι όταν πια τα αποκτούν, έχουν τόσο κουραστεί ψυχικά, που δεν είναι σε θέση να τα χαρούν.
Κάθε γονιός που τα τράβηξε αυτά, τόχει έννοια, πως θα μπορέσει το παιδί του (είτε είναι κορίτσι, είτε. είναι αγόρι), να μην περάσει κι αυτό από τις ίδιες συμπληγάδες, όταν θα παντρευτεί.
Οι ασφυχτικές λοιπόν κοινωνικοοικονομικές συνθήκες θα διατηρήσουν το θεσμό της προίκας, με μιαν άλλη παραλλαγή: Την ενίσχυση του ίδιου του παιδιού από το γονιό του. Κι όπως φαίνεται, θα τον διατηρήσουν για πολλά ακόμη χρόνια.
Σ' αυτή την εξέλιξη θα έπρεπε να προσαρμοστεί και η νομοθεσία μας. Και, πρώτα-πρώτα, η φορολογική. Οι δωρεές των γονιών προς τα ενηλικιούμενα παι­διά τους (είτε είναι κορίτσια, είτε αγόρια) θα έπρεπε, σε ορισμένη εύλογη έκτα­ση, να απαλλάσσονται από τη φορολογία. Γιατί, έτσι όπως είναι σήμερα τα πρά­γματα, η φορομπηχτική πολιτική είναι μια σημαντική αναστολή στην ενίσχυση των αδέκαρων παιδιών από τους γονείς τους.