Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ


Κατάδικος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι ένα εκτεταμένο αφήγημα που γράφτηκε το 1919 και θεωρείται από πολλούς μελετητές το καλύτερο έργο του συγγραφέα. Το περιεχόμενό του είναι κοινωνικό με πολλά στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφίας γι’ αυτό εντάσσεται στην τεχνοτροπία της ηθογραφικής ψυχογραφίας.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε μια αγροτική περιοχή της Κέρκυρας όπου ζουν ο Γιώργης Αράθυμος, η σύζυγός του Μαργαρίτα, τα δύο τους παιδιά και ο υπηρέτης τους ο Τουρκόγιαννος. Ο Τουρκόγιαννος έχει μεγαλώσει στο κτήμα του πατέρα της Μαργαρίτας και από μικρός την αγαπά κρυφά. Όμως η Μαργαρίτα έχει συνάψει παράνομη σχέση με ένα γείτονα, τον Πέτρο Πέπονα και ο Τουρκόγιαννος προσπαθεί να εμποδίσει αυτή τη σχέση και την ηθική εκτροπή της κυρίας του. Η δράση του Τουρκόγιαννου γίνεται ενοχλητική για το παράνομο ζευγάρι και αρχίζουν να τον διαβάλλουν στον Αράθυμο, ο οποίος τον διώχνει από το σπίτι. Την επόμενη μέρα ο Αράθυμος βρίσκεται νεκρός και όλες οι υποψίες πέφτουν πάνω στον Τουρκόγιαννο, ο οποίος φυλακίζεται σε ισόβια. Ο Πέπονας και η Μαργαρίτα παντρεύονται, όμως ύστερα από ένα χρόνο ο Πέπονας συλλαμβάνεται για κάποιο αδίκημα και οδηγείται για λίγους μήνες στη φυλακή. Εκεί συναντά τον Τουρκόγιαννο νιώθοντας τύψεις αναγκάζεται να αποκαλύψει ότι αυτός είχε σκοτώσει τον Αράθυμο και ενοχοποίησε άδικα τον Τουρκόγιαννο. Όμως ο Τουρκόγιαννος, αν και είναι αθώος και θα μπορούσε να αποφυλακιστεί, παίρνει επάνω του την ενοχή, γιατί δεν θέλει να μείνει απροστάτευτη η Μαργαρίτα και τα παιδιά της.
Ο Θεοτόκης με τον Κατάδικο μας περιγράφει παραστατικά τα ήθη και τα έθιμα της ζωής στην επαρχία, αλλά δεν σταματά εκεί. Η διήγηση έχει κοινωνικό περιεχόμενο και βασικός άξονας ανάπτυξης της ιστορίας είναι οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες βιοθεωρίες που εκφράζει ο Πέπονας και ο Τουρκόγιαννος. Χαρακτηριστική είναι και η ψυχογράφηση των δύο βασικών χαρακτήρων, όπως φαίνεται από την ψυχολογική μεταστροφή του Πέπονα μέσα στη φυλακή. Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή δημοτική με διάσπαρτα στοιχεία του τοπικού ιδιώματος, γεγονός που δίνει απλότητα και ζωντάνια στο κείμενο.




Για τον Κατάδικο


Έλεγχος της ανεξικακίας του Τουρκόγιαννου

«Στον Κατάδικο η σοσιαλιστική ιδεολογία υποβαθμίζεται. Η ζωή δεν
αναρριπίζεται μόνο από το πάθος των παράνομων εραστών, που οδηγεί στο
έγκλημα, αλλά και από το φως της ανεξικακίας του Τουρκόγιαννου, που αίρει
τις αμαρτίες των άλλων και φτάνει ως τα έσχατα όρια: οι ένοχοι προς
στιγμήν αισθάνονται τύψεις, στο τέλος όμως εξασφαλίζουν την ελευθερία
τους και δέχονται αυτοί να συνεχίσουν τη ζωή τους κι ο αθώος Τουρκόγιαννος
να σήπεται στη φυλακή. Με τον Τουρκόγιαννο, ο Κ. Θεοτόκης ίσως θέλησε
ν’ απαλύνει τον άγριο κόσμο των παθών που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων.
  Θέλησε να δώσει ένα αισιόδοξο μήνυμα με την αντιπαράθεση της
ενεργητικής μεγαλοψυχίας του. Η διαγραφή όμως του τύπου του πρόδωσε
τις προθέσεις. Γιατί ο Τουρκόγιαννος είναι απ’ την αρχή ως το τέλος σχηματικός, αντιδρά σχεδόν πάντοτε πανομοιότυπα».
(Τ. Καρβέλης, 1984, Δεύτερη ανάγνωση, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 129-130)

Η κειμενική καταγωγή του Τουρκόγιαννου

«Ο “Κατάδικος”, ο Τουρκόγιαννος θέλω να πω, άλλους τους έπεισε, σ’
άλλους προκάλεσε αμφιβολίες και αντιρρήσεις. Τι αξίζει σαν μονάδα κοινωνική; Και πού οδηγεί η χριστιανική καλοσύνη του; Και μπορεί η καλοσύνη αυτή να γίνει θεμέλιο κοινωνικής ζωής; Μερικοί από τους κριτικούς του Θεοτόκη αναζήτησαν πρότυπα του Τουρκόγιαννου σε σελίδες του Ντοστογιέφσκυ  και του Τολστόι. Νομίζω πως η έρευνα έπρεπε να γίνει κι αλλού: στη γενική πνευματική ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε από την επίδραση της ρωσικής λογοτεχνίας. Αυτή η αποστροφή για τη βία, που κατέχει τον Τουρκόγιαννο, είναι, βέβαια, διάθεση του Θεοτόκη, που τη γέννησε ο κοινωνικός προσανατολισμός του. Είναι όμως και η τελευταία ψυχική του κατάσταση, το καταστάλαγμα από μιαν επώδυνη αναζήτηση του βαθύτερου μυστικού της ζωής όχι στις υψηλές διάνοιες αλλά στην αγαθότητα μιας αδύναμης και απροστάτευτης ύπαρξης, που δεν έχει διεκδικήσεις, δεν έχει ανάγκες κι έχει βρει τον προορισμό της».
(Π. Χάρης, 1976, Έλληνες πεζογράφοι, Αθήνα: Εστία, τόμ. ε΄, σελ. 26)

Η αναπόδραστη καταδίκη του Τουρκόγιαννου

«Πάνω από τον “Κατάδικο” —το ένα από τα ωριμότερα διηγήματα του
Θεοτόκη— πλανιέται, αόριστα, μια κατηγορία: Πως το έργο τούτο, στη βάση
του, δεν έχει γνησιότητα, πως αντηχεί ξένες, και συγκεκριμένα τολστοϊκές
αντιλήψεις, τη μη αντίσταση στο κακό κ.λπ. Το γενικό του πνεύμα,
πραγματικά, φαίνεται να δικαιολογεί μια τέτοια υποψία. Ο συγγραφέας,
εδώ, δεν κρατάει πια την ενεργητική εκείνη κοινωνική στάση που τον γνωρίσαμε  αλλού. Η καταγγελία που διατυπώνει έμμεσα με το μύθο του και με την ψυχολογία των προσώπων, δεν αφορά μιαν ορισμένη κοινωνική τάξη ή
ένα ορισμένο καθεστώς. Είναι μια διαμαρτυρία διάχυτη και φιλοσοφική,
που βάφεται από την απαισιοδοξία ενός σκεπτικισμού περιώδυνου. Ο Τουρκόγιαννος, πλάσμα αγαθό και άκακο, θετικά καλό, συντρίβεται από την κτηνώδη αντίδραση της ζωής, που, αυτή, υπακούει σ’ άλλους, ενεργητικούς νόμους. Η αγιοσύνη, το χριστιανικό πνεύμα, βρίσκονται έξω από το νόημά της
και, κατά συνέπεια, αποτελούν μιαν αντινομία. Και είναι μεν αλήθεια πως η
ανώτερη ηθική του Τουρκόγιαννου εκδηλώνεται με τρόπο υπερβολικά παθητικό, σχεδόν νοσηρό, έτσι που να τον καταδικάζει προκαταβολικά κι αυ-
τονόητα να βγει νικημένος, το κοσμοθεωρητικό όμως συμπέρασμα του συγγραφέα —όπως διαφαίνεται τουλάχιστο— δεν δίνει την εντύπωση να είναι
διάφορο. Ο “Κατάδικος” απομένει έργο συνειδητά απαισιόδοξο κι από την
άποψη τούτη ο τίτλος του κρύβει μια γενικότητα δηλωτική. Δεν είναι ο συμπτωματικά καταδικασμένος, σε μια περίπτωση δικαστικής πλάνης, άτυχος
άνθρωπος. Είναι ο καταδικασμένος μοιραία από τη ζωή, ο παρίας της, σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα αναπόδραστη, αδυσώπητη, κι αδιάφορη προς
κάθε ηθική προσταγή, αφού κι εκείνη, με τη σειρά της, βρίσκεται έξω από
τους σκληρούς ζωικούς νόμους».

(Άγγ. Τερζάκης, 1955, «Εισαγωγή» στη Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 31, Κωνσταντίνος
Θεοτόκης, Αθήνα, σελ. 26)



αξιόλογη ερμηνευτική προσέγγισηΦωτόδεντρο








Τερζάκης Άγγελος,   Κωνσταντίνος Θεοτόκης



Βασική Βιβλιοθήκη Αετού αρ.31, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1955, Σσ.20-22

Πάνω από τον «Κατάδικο»—το ένα από τα δυο ωριμότερα δηγήματα του Θεοτόκη — πλανιέται, αόριστα, μια κατηγορία : Πως το έργο τούτο, στη βάση του, δεν έχει γνησιότητα, πως απηχεί ξένες, και συγκεκριμένα τολστοϊκές αντιλήψεις, τη «μη αντίσταση στο κακό» κλπ. Το γενικό του πνεύμα, πραγματικά, φαίνεται να δικαιολογεί μια τέτοιαν υποψία. Ο συγγραφέας, εδώ, δεν κρατάει πια την ενεργητική εκείνη κοινωνική στάση που του γνωρίσαμε άλλου. Η καταγγελία που διατυπώνει έμμεσα με το μύθο του και με την ψυχολογία των προσώπων, δεν άφορα μιαν ορισμένη κοινωνική τάξη ή ένα ορισμένο καθεστώς. Είναι μια διαμαρτυρία διάχυτη και φιλοσοφική, που βάφεται από την απαισιοδοξία ενός σκεπτικισμού περιώδυνου. Ο Τουρκόγιαννος, πλάσμα αγαθό και άκακο, θετικά καλό, συντρίβεται από την κτηνώδη αντίδραση της ζωής, που, αυτή, υπακούει σ' άλλους, ενεργητικούς νόμους. Η αγιοσύνη, το χριστιανικό πνεύμα, βρίσκονται έξω από το νόημα της, και, κατά συνέπεια, αποτελούν μιαν αντινομία. Και είναι μεν αλήθεια πως η ανώτερη ηθική του Τουρκόγιαννου εκδηλώνεται με τρόπο υπερβολικά παθητικό,
σχεδόν νοσηρό, έτσι που να τον καταδικάζει προκαταβολικά κι' αυτονόητα να βγει νικημένος, το κοσμοθεωρητικό Όμως συμπέρασμα του συγγραφέα, — όπως διαφαίνεται τουλάχιστον δίνει την εντύπωση να είναι διάφορο. Ο «Κατάδικος» απομένει έργο συνειδητά απαισιόδοξο, κι' από την άποψη τούτη ο τίτλος του κρύβει μια γενικότητα δηλωτική. Δεν είναι ο συμπτωματικά καταδικασμένος, σε μιαν ειδική περίπτωση δικαστικής πλάνης άτυχος άνθρωπος. Είναι ο καταδικασμένος μοιραία από τη ζωή, ο παρίας της, σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα αναπόδραστη, αδυσώπητη, κι' αδιάφορη προς κάθε ηθική προσταγή, αφού κι' εκείνη, με τη σειρά της, βρίσκεται έξω από τους σκληρούς ζωικούς νόμους.
Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, τον Τουρκόγιαννο, ο συγγραφέας το έχει πλάσει με ζωηρή αναπαραστατική δύναμη. Μας τον επιβάλλει με την ψυχολογία του περισσότερο, την ιδιότυπη, παρά με την εξωτερική του στάση. Έτσι μοιάζει να τον συνέλαβε κι' ό ίδιος, σα μια ψυχή παράδοξα σεραφική, σχεδόν έξω του κόσμου τούτου. Για το λόγο τούτο, η παρατήρηση του κ. Τ. Αθανασιάδη, πως ο τύπος αυτός μας έχει δοθεί μ' εξωτερικές ασυνέπειες, προτού ακόμα περάσει από το συνθετικό χωνευτήρι, διατηρεί την κριτική της αξία, άσχετα με το αν δεν γίνεται αντιληπτή από τον κοινό αναγνώστη. Την ψυχολογική ιδιοτυπία του κεντρικού του ήρωα ο Θεοτόκης μας τη δικαιολόγησε προκαταβολικά με τρόπο δεξιότατο : Ο Τουρκόγιαννος: δεν είναι τύπος συνηθισμένος του ελληνικού χωριάτικου περίγυρου. Δεν αποτελεί ηθογραφικήν αξία. Είναι ό γιός μιας χριστιανής αρβανίτισσας, κοινωνικά διασυρμένης κι' ενός Τούρκου, — ψυχή ξένη, παράδοξη, μυστική. Κάτι σαν κληρονομικό στίγμα, η διασταύρωση παράταιρων αιμάτων, μοιάζει να του προκαθορίζει τη μοίρα του και να τον παρακολουθεί παντού. Η καταγωγή αυτή του Τουρκόγιαννου παίζει εδώ το ρόλο περίπου της επιληψίας στον πρίγκηπα Μίσκιν. (Ντοστογιέφσκη : «Ο Ηλίθιος»). Τον τοποθετεί έξω από το κοινό μέτρο, χωρίς και να του κόβει ουσιαστικά τους ανθρώπινους δεσμούς. Ο κατάδικος αυτός έχει το προνόμιο να κάνει πράξεις και να έχει σκέψεις που θα έμοιαζαν απίθανες αν είχαν για υποκείμενο οποιονδήποτε άλλον έξω από αυτόν τον ίδιο.
Οι άλλοι χαρακτήρες του έργου, ο Αράθυμος, ο Πέπονας, η. Μαργαρίτα, δεν προορίζονται από το συγγραφέα για αξίες αυτοτελείς. Συντρέχουν στον ποικίλο φωτισμό του κεντρικού ήρωα, που εκφράζει το δράμα. Έχουν πειστικότητα και συνεπεία, προσγειώνουν το θέμα, τα συνδέουν με τη ζωική αλλά και την ιδιαίτερα τοπική πραγματικότητα. Στην όλη αυτή διαβάθμιση των αξιών, στις φωτοσκιάσεις τους, στο ξετύλιγμα και τη δραματική κίνηση του μύθου, ο Θεοτόκης έχει δειχτεί τεχνίτης όχι συνηθισμένος. Υπάρχει μια ισορρόπηση των αρχιτεκτονικών όγκων στον «Κατάδικο», μια ενάργεια στην αφήγηση, ένας χρωματικός πλούτος, αλλά και σύγκαιρα μια λιτότητα μέσων, που προδίνουν αμέσως τον αυθεντικό πεζογράφο. Οι αδυναμίες του βρίσκονται άλλου, προπάντων άμα τον συγκρίνει κανένας με τον «Καραβέλα». Είναι οι αντίχτυποι της ιδιοτυπίας που χαρακτηρίζει την αρχική σύλληψη : Τα γονατίσματα των προσώπων αναμεταξύ τους, οι απότομες κι' όχι πάντα δικαιωμένες πειστικά μεταπτώσεις τους, κάτι το ηθελημένο και το «φιλολογικό». Την αδυναμία τούτη αποκορυφώνει η μεταστροφή του Πέτρου Πέπονα στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου. Ή κάθαρση, εδώ, δεν υπαγορεύεται τόσο από την ψυχολογική αναγκαιότητα, όσο από την ηθικολογική τάση του συγγραφέα. Στον «Κατάδικο», την έφεση προς τη ζωική αλήθεια την καταβάλλει, συνολικά, ή ιδεοκρατική πρόθεση του λογοτέχνη. Η άμεση κι' αδρή αίσθηση της πραγματικότητας υποχωρεί ή κρύβεται κάτω από το μανδύα ενός προσχηματικού ρεαλισμού. Ο «Κατάδικος» είναι η ρεαλιστική εκτέλεση μιας ρομαντικής σύλληψης.
Κι' έτσι όμως, και με τα ελαττώματα του, το διήγημα αυτό μένει ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το νύχι του λιονταριού έχει αποτυπωθεί σε πολλά του σημεία. Ο Τουρκόγιαννος ζει, όχι βέβαια σαν τύπος αντιπροσωπευτικός, αλλά σαν τύπος λογοτεχνικός, εμφορημένος από όλη τη θέρμη μιας ψυχής που ενσάρκωσε σ' αυτόν ένα ανθρώπινο δράμα. Είναι μια συνείδηση. Ή παρουσία του εμπλούτισε το φτωχό μας πάνθεο χι' ενέγραψε μια νίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου